Πολύ σκόνη σηκώθηκε με αφορμή την διακοπή (για κάποια ώρα) σατιρικής παράστασης, από την δημοσιογράφο Σάσα Σταμάτη και των συνοδών της.
Ξάφνου όλοι αυτοί που σιωπούν στις …παρεμβάσεις του Ρουβίκωνα σε σπίτια πολιτικών, σε Υπουργεία, σε επιχειρήσεις κλπ, βρέθηκαν στα κάγκελα ρίχνοντας στην πυρά τη δημοσιογράφο, για τα όσα έπραξε.
Ανακάλυψαν μάλιστα και κινδύνους για τη δημοκρατία μας και φαινόμενα λογοκρισίας που την απειλούν, όπως και την Τέχνη. Ολα αυτά από την Σάσα Σταμάτη.
Δεν ήμουν μάρτυρας, και δεν έχω εικόνα ούτε του επεισοδίου, πέρα από αυτό το βίντεο λίγων δευτερολέπτων που κυκλοφόρησε, ούτε έχω δει την συγκεκριμένη παράσταση.
Παράλληλα θα ήμουν ο τελευταίος που θα επιδοκίμαζε τέτοιες συμπεριφορές, απέναντι στον οποιοδήποτε. Είτε στα θέατρα, είτε στα γήπεδα, είτε στις συναυλίες και φυσικά στα πολιτικά πρόσωπα.
Επίσης πιστεύω ότι η Σάσα Σταμάτη δεν χρειάζεται ούτε συνηγόρους ούτε κατήγορους.
Εκείνο που δεν μπορώ είναι την υποκρισία όλων ξεσηκώθηκαν πυροβολώντας την δημοσιογράφο, για κάτι που ούτε πρωτόγνωρο είναι , ούτε κάτι νέο στα ήθη και στα έθιμα του θεάτρου.
Η βιβλιογραφία στα αρχαία κείμενα, είναι πλούσια. Το κοινό στις παραστάσεις αντιδρούσε με έντονο και θορυβώδη τρόπο για να εκφράσει άλλοτε την επιδοκιμασία και άλλοτε την αποδοκιμασία του.
Στην περίπτωση που οι θεατές έμεναν ικανοποιημένοι από αυτό που έβλεπαν, χειροκροτούσαν, σφύριζαν ή έβγαζαν ζωηρές κραυγές για να επαινέσουν τον ποιητή ή τους υποκριτές.
Όταν όμως δεν έμεναν ευχαριστημένοι, γίνονταν ιδιαίτερα επικριτικοί και έδειχναν τη δυσαρέσκειά τους με υποτιμητικά σφυρίγματα και φωνές. Άλλες φορές, πάλι, αποδοκίμαζαν τους υποκριτές χτυπώντας τα πόδια τους με δύναμη στα καθίσματα ή πετώντας τους τρόφιμα, όπως σύκα, ελιές ή σταφύλια, μέχρι να τους αναγκάσουν να εγκαταλείψουν τη σκηνή.
Αυτά στην αρχαιότητα. Γιατί και στη νεότερη εποχή είχαμε παρόμοια περιστατικά και μάλιστα στον ιερό χώρο της Επιδαύρου.
Το πρώτο τεράστιο γιουχάισμα σε παράσταση αρχαίου δράματος χρονολογείται από το 1959. Ήταν οι Όρνιθες σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν.
Το 1982 ο Ανδρέας Βουτσινάς σκηνοθετεί την Ελένη του Ευρυπίδη στο Κρατικό Θέατρο της Θεσσαλονίκης. Το συγκεκριμένο ανέβασμα δίχασε, αφού στο σκηνικό εμφανίζονταν σιντριβάνια, πισίνες, πυροτεχνήματα και έντονα χρώματα. Συν μια υπαινικτική (σχεδόν γυμνή) παρουσία της Λυδίας Φωτοπούλου.
Στο φινάλε ο Κεφαλονίτης δημιουργός έκανε υπόκλιση κρατώντας στην αγκαλιά του το σκυλάκι του, τη Μίκα, πράξη που δυναμίτισε ακόμα περισσότερο το κλίμα.
Δυο χρόνια αργότερα στο Εθνικό, παρουσιάζεται μια μοντέρνα και νεωτεριστική για την εποχή της Αντιγόνη του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Γιώργου Ρεμούνδου, με την Μαρία Σκούντζου στον ομώνυμο ρόλο και τον Νικήτα Τσακίρογλου ως Κρέοντα. Ωστόσο, όταν η πρωταγωνίστρια βγήκε στη σκηνή σέρνοντας βαριές αλυσίδες το κοινό αντέδρασε με γιουχαΐσματα και γέλια.
Λίγο αργότερα το ίδιο καλοκαίρι το ΚΘΒΕ ανέβασε την Άλκηστη του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, με πρωταγωνίστρια τη Φιλαρέτη Κομνηνού. Μετά τον θάνατο-θυσία της ηρωίδας για να σωθεί ο ετοιμοθάνατος σύζυγός της Άδμητος και τα «συλλυπητήρια», φωτίζεται το γυάλινο πατάρι του Διονύση Φωτόπουλου για να εξελιχθεί ερωτική σκηνή. Αποτέλεσμα, η ηχηρή αποχώρηση της Άννας Συνοδινού – και όχι μόνο.
Το 1989, η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος πρωταγωνιστούν στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Στούρουα. Όταν ο Αγγελιοφόρος της Άννας Μακράκη βγάζει αναπτήρα για να ανάψει τσιγάρο επί σκηνής το κοινό αποδοκιμάζει έντονα. Το εύρημα δεν θα επαναλήφθηκε την επομένη: για να διασφαλισθεί η ομαλή λειτουργία της παράστασης ο Γεωργιανός σκηνοθέτης έκοψε τη σκηνή.
Το 1997, ο μακαρίτης πιά Μηνάς Χατζησάββας υποδύεται τον Διόνυσο στις Βάκχες του Ευριπίδη από το ΚΘΒΕ, σε σκηνοθεσία Ματίας Λάνγκχοφ. Το σφαγείο με τα σφαχτά, ο γυμνός πρωταγωνιστής (στα τέσσερα) και η Γαλλίδα που δεν μπορεί να μιλήσει ελληνικά προκαλούν τις έντονες αποδοκιμασίες του κοινού, με τον Γερμανό σκηνοθέτη να κατηγορείται ως προκλητικός και ιερόσυλος.
Τα ίδια είχαμε και το 2008 στην παράσταση του Εθνικού που ανέβασε ο Δ. Λιγνάδης Βάτραχοι Χ με το Γιώργο Μαρίνο και τη Δήμητρα Ματσούκα που οι ατάκες ξεσήκωσαν το κοινό, που αποδοκίμαζε για ώρες.
Και φτάνουμε στην κορύφωση. Η τότε καλλιτεχνική διευθύντρια του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας Λυδία Κονιόρδου προσκάλεσε τον Ρώσο Ανατόλι Βασίλιεφ να σκηνοθετήσει τη Μήδεια του Ευριπίδη. Της παράστασης προηγήθηκαν εργαστήριο υποκριτικής και πολύμηνες πρόβες. Τελικά τίποτα από όλα αυτά δεν εμπόδισε το κοινό να γιουχάρει επί μακρόν, αποδοκιμάζοντας ακόμη και την πρωταγωνίστρια – και ας τη χειροκροτούν στο τέλος.
Τα «ου!» και τα «ντροπή!» άρχισαν να πέφτουν βροχή. Έκτοτε και για περισσότερο από μία ώρα η «αρένα» φλεγόταν. Με τον κόσμο να τσακώνεται («Ντροπή σου, Κονιόρδου!», ο ένας, «Ντροπή σε εσένα! Αν δεν σου αρέσει να φύγεις!», ο άλλος) και με τους ηθοποιούς να προσπαθούν να παίξουν μέσα σε απόλυτα εχθρικό περιβάλλον.
Το φάουλ ήταν ενός εξ αυτών, του Νίκου Ψαρρά, ο οποίος κατά το θρήνο του Ιάσονα, μην αντέχοντας τα γέλια και τα σχόλια –τα οποία γίνονταν πλέον φωναχτά–, φώναξε εκτός κειμένου: «Έλεος!». Αυτό έριξε λάδι στη φωτιά: «Αυτό λέμε κι εμείς, έλεος!», του απάντησε ένας θεατής. Και η παράσταση έκλεισε με ένα εφιαλτικό φινάλε, μέσα σε σφυρίγματα αποδοκιμασίας και στα «αίσχος!».
Κλείνω με τους περιβόητους μαξιλαροπόλεμους στα θέατρα. Οταν οι θεατές διαφωνούσαν με το θέαμα δεν δίσταζαν να τραβούν τα μαξιλαράκια, στα οποία καθόντουσαν, να τα πετούν στη σκηνή και να διακόπτουν παραστάσεις της εποχής.
Αυτά για την ιστορία (και με στοιχεία από κείμενο του Σπύρου Δευτεραίου) και για όσους έπεσαν από τα σύννεφα…