Ο «φάκελος» βρίσκεται στα χέρια του πρωθυπουργού. Η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για τους δημοσίους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους -κάτι που έχει ήδη γίνει για τα εισοδήματα από μισθούς στον ιδιωτικό τομέα, από ενοίκια, από μερίσματα κλπ- έχει δημοσιονομικό κόστος της τάξεως των 400-450 εκατ. ευρώ.
Από την άλλη, υπάρχει διατυπωμένη αντίθεση των θεσμών στην προώθηση ενός μέτρου το οποίο ευνοεί τους μισθωτούς του δημοσίου και τους συνταξιούχους με τα υψηλότερα εισοδήματα. Αυτά τα 400-450 εκατ. ευρώ, τα πληρώνουν και φέτος όσοι δημόσιοι υπάλληλοι ή συνταξιούχοι έχουν ετήσιες αποδοχές άνω των 12.000 ευρώ σε ατομικό επίπεδο κάτι που αυτομάτως τους κατατάσσει στο 30% των Ελλήνων με τα υψηλότερα εισοδήματα. Η θέση των θεσμών είναι η εξής: γιατί να διατεθεί πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος για την ενίσχυση των μόνων πολιτών που δεν έχουν πληγεί μέχρι στιγμής από την πανδημία;
Από την άλλη, υπάρχει το νομικό και συνταγματικό επιχείρημα. Γιατί ο εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα με τον μισθό των 1500 ευρώ να πληρώνει λιγότερους φόρους από τον εργαζόμενο στον δημόσιο τομέα ο οποίος έχει ακριβώς το ίδιο ύψος αποδοχών; Δεν ορίζει το σύνταγμα ότι πρέπει να υπάρχει ίση φορολογική μεταχείριση; Αυτό είναι και το κεντρικό επιχείρημα της επιστολής που συνέταξε η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων με αποδέκτη τον πρωθυπουργό. Ιδού και η σχετική παράγραφος:
«Ο περιορισμός της υποχρέωσης «εισφοράς αλληλεγγύης» μόνο στους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα και στους συνταξιούχους, πέρα από το γεγονός ότι επιβαρύνει τους φορολογικά συνεπέστερους πολίτες, δημιουργεί πρόβλημα ασυμβατότητας με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος που ορίζει «οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Το νόημα της συνταγματικής διάταξης είναι ότι οι νόμοι που επιβάλουν φορολογικά βάρη δεν μπορούν να προβαίνουν σε αδικαιολόγητες διακρίσεις ή να επιβαρύνουν δυσανάλογα και υπέρμετρα ορισμένες κατηγορίες πολιτών, πόσο μάλλον μία μοναδική κατηγορία. Αλλά και με τα άρθρα 20 και 21 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ που καθιερώνουν την αρχή της απαγόρευσης αθέμιτων διακρίσεων, η οποία, κατά πάγια νομολογία του ΔΕΚ/ΔΕΕ, επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις, εκτός αν η διαφορετική αυτή μεταχείριση δικαιολογείται, ως ερειδόμενη σε αντικειμενικό και εύλογο κριτήριο».
Αυτό το εύλογο κριτήριο που επικαλέστηκε το υπουργείο Οικονομικών για να παγώσει για το 2021 και για το 2022 την εισφορά αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα δεν ήταν άλλο από την πανδημία η οποία προκάλεσε απώλειες εισοδήματος στον ιδιωτικό τομέα. Το επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι και το 2022, ο ιδιωτικός τομέα δεν θα έχει επιστρέψει στην κανονικότητα σε αντίθεση με τον δημόσιο ο οποίος θα εξακολουθεί να μην υφίσταται απώλειες εισοδήματος.
Η καυτή πατάτα βρίσκεται πλέον στα χέρια του πρωθυπουργού. Ο δημοσιονομικός χώρος για την χρηματοδότηση μέτρων στήριξης δεν είναι απεριόριστος. Θα προτιμήσει να διαθέσει περίπου το 50% των πυρομαχικών για την πλήρη κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης από την 1/1/2022 ευνοώντας δημόσιους λειτουργούς και συνταξιούχους ή θα διαθέσει αυτούς τους πόρους για άλλα μέτρα τώρα που υπάρχει και το πρόβλημα με τις ανατιμήσεις; Απαντήσεις… προσεχώς.