Με την απόδοση του ελληνικού 10ετούς να κινείται στα προ 5ετίας επίπεδα και πάνω από το 5%, αλλά και τα σύννεφα να συγκεντρώνονται πάνω από τον ευρωπαϊκό ουρανό –μην ξεχνάμε ότι Γαλλία, Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία, ΗΠΑ δοκιμάζουν αποδόσεις στα ομόλογά τους που είχαν να καταγραφούν από την εποχή της Lehman Brothers- το ερώτημα που τίθεται είναι αν η ελληνική κυβέρνηση και ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους θα δοκιμάσουν την τύχη τους στις αγορές πριν από το τέλος του χρόνου.
Υπάρχουν τα γνωστά επιχειρήματα υπέρ της εξόδου: έχουμε να κάνουμε κίνηση στις αγορές από τον Ιούλιο και δεν πρέπει να χάνουμε την επαφή μας. Και ας μην έχουμε πρόβλημα ρευστότητας καθώς το ταμείο του ελληνικού δημοσίου είναι γεμάτο. Το δεύτερο επιχείρημα είναι ότι δεν έχει ολοκληρωθεί το φετινό πρόγραμμα δανεισμού καθώς έχουμε αντλήσει κάτω από 8 δις. ευρώ έναντι προγραμματισμού για άντληση 10 δις. ευρώ.
Κάπου εδώ όμως ξεκινάει η καταγραφή της πραγματικότητας. Αξίζει να δυσαρεστήσεις τους επενδυτές που εμπιστεύονται τα ελληνικά ομόλογα για να πάρεις ρευστότητα 1-2 δις. ευρώ; Διότι ο διαχειριστής επενδυτικών κεφαλαίων που θα αγοράσει «Ελλάδα» και θα βρεθεί να γράφει ζημιές μερικές ημέρες μετά όχι γιατί θα έχει γίνει κάτι στην ελληνική οικονομία αλλά γιατί θα είναι τέτοιες οι συνθήκες στην διεθνή αγορά. Ουδείς μπορεί να ξέρει που θα πάει η απόδοση του 10ετούς το επόμενο χρονικό διάστημα. Και ο διαχειριστής που θα βρεθεί να χάνει, δεν θα έχει τον χρόνο μέχρι το τέλος του χρόνου να «γυρίσει» την παρτίδα.
Σε λίγες ημέρες μπαίνουμε στον Νοέμβριο. Αν δεν υπάρξει κάποια έκπληξη, «καθαρή» έξοδος της Ελλάδας στις αγορές δεν θα υπάρξει. Έξυπνες κινήσεις άντλησης ρευστότητας –κάτι στο οποίο μας έχει συνηθίσει ο ΟΔΔΗΧ τα τελευταία χρόνια- μπορεί. Όμως το ζητούμενο είναι να επιδεικνύεται απαιτούμενη ψυχραιμία προκειμένου να περάσει και αυτή η καταιγίδα με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες.