Μέχρι σήμερα, Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023 οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι αγρότες πρέπει να επιλέξουν την κλάση των ασφαλιστικών εισφορών που θα πληρώνουν το 2023, μετά την παράταση που δόθηκε από τη Διοίκηση του ΕΦΚΑ (υπενθυμίζεται πως η σχετική προθεσμία έληγε στις 31 Ιανουαρίου).
Σημειώνεται πως με απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Πάνου Τσακλόγλου και με βάση τις προβλέψεις του νόμου 4670/2020 αναπροσαρμόζονται, βάσει του πληθωρισμού (9,6%), οι εισφορές των ελευθέρων επαγγελματιών στον ΕΦΚΑ.
Έτσι ένας ελεύθερος επαγγελματίας με ετήσιο εισόδημα 20.000 ευρώ, ο οποίος με το νόμο Κατρούγκαλου πλήρωνε αρχικά 449 ευρώ τον μήνα και με τον νόμο 4670/2020 (νόμος Βρούτση) για την κατώτερη ασφαλιστική κατηγορία πλήρωνε 210 ευρώ, από τώρα και στο εξής θα πληρώνει 230 ευρώ. Αντίστοιχα ένας ελεύθερος επαγγελματίας με εισόδημα 30.000 ευρώ, ο οποίος με το νόμο Κατρούγκαλου πλήρωνε αρχικά 674 ευρώ και με το νόμο Βρούτση περιόρισε τις εισφορές του μόνο στα 210 ευρώ, τώρα θα πληρώνει επίσης 230 ευρώ. Σημειώνεται ότι την κατώτερη ασφαλιστική κατηγορία έχει επιλέξει πάνω από το 80% των ελευθέρων επαγγελματιών.
Ακολουθούν ενδεικτικά παραδείγματα για το ύψος των εισφορών μη μισθωτών, όπως διαμορφώθηκαν επί ΣΥΡΙΖΑ με το νόμο Κατρούγκαλου, το 2020 με το νόμο Βρούτση και το 2023.
Παραδείγματα εισφορών κύριας σύνταξης και υγείας μη μισθωτών ανά κατηγορία εισοδήματος, έτος και ασφαλιστική κατηγορία
Από τα παραδείγματα προκύπτει ότι οι εισφορές το 2023 μετά την αναπροσαρμογή είναι σημαντικά χαμηλότερες σε σχέση με εκείνες που επέβαλε το 2017 ο νόμος Κατρούγκαλου, αλλά και με τις εισφορές που καθιερώθηκαν το 2019 από την προηγούμενη κυβέρνηση, μετά από την θύελλα αντιδράσεων που προκάλεσε ο νόμος Κατρούγκαλου.
Η αναπροσαρμογή των εισφορών κάθε έτος είναι αναγκαία για τους εξής λόγους:
Πρώτον, διότι η αγνόηση του πληθωρισμού στις εισφορές θα οδηγήσει με μαθηματική βεβαιότητα σε χαμηλότερες συντάξεις. Αν δεν υπήρχε ένας μηχανισμός αναπροσαρμογής εισφορών θα οδηγούμασταν σε απαξίωση της αξίας των εισφορών, υπονομεύοντας τις μελλοντικές συντάξεις των ασφαλισμένων, ιδιαίτερα δε σε περιόδους έντονων πληθωριστικών πιέσεων, όπως αυτή που διανύουμε. Γι’ αυτό το λόγο, σε κάθε σύστημα ασφαλιστικών εισφορών υπάρχει ένας μηχανισμός αναπροσαρμογής, προκειμένου να εξασφαλίζεται η πραγματική τους αξία.
Δεύτερον, διότι οι συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων καλύπτονται σε σημαντικό βαθμό από τις εισφορές των εν ενεργεία ασφαλισμένων. Το ασφαλιστικό μας σύστημα είναι διανεμητικό, όπως γενικά συμβαίνει στην Ευρώπη, πράγμα που σημαίνει ότι οι συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων καλύπτονται σε σημαντικό βαθμό από τις εισφορές των εν ενεργεία ασφαλισμένων. Κάθε αναπροσαρμογή των συντάξεων θα πρέπει να καλύπτεται και από αντίστοιχες εισφορές προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Διαφορετικά το ασφαλιστικό σύστημα θα μπει και πάλι σε έναν φαύλο κύκλο αυξανόμενων ελλειμμάτων με προφανείς κινδύνους για τη βιωσιμότητά του.
Τρίτον, διότι το ασφαλιστικό μας σύστημα οφείλει να λειτουργεί με όρους δικαιοσύνης και αναλογικής κατανομής των βαρών με βάση τις δυνατότητες του κάθε ασφαλισμένου. Σήμερα επικρατεί το παράδοξο, οι εισφορές για κύρια σύνταξη των αυτοαπασχολούμενων που επιλέγουν την πρώτη ασφαλιστική κατηγορία (περισσότεροι από 8 στους 10 επιλέγουν αυτή την κατηγορία) να είναι χαμηλότερες ακόμη και από εκείνες που καταβάλουν οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό! Συγκεκριμένα, το 2022 η μηνιαία εισφορά για σύνταξη και υγεία για τους μη μισθωτούς στην πρώτη ασφαλιστική κατηγορία ήταν 210 ευρώ τον μήνα. Αντιστοίχως, οι εισφορές ενός μισθωτού που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, διαμορφώθηκαν πέρυσι (μετά τη διπλή αύξηση του κατώτατου μισθού) σε 225,4 ευρώ τον μήνα (με αναγωγή για 14 μισθούς). Υπάρχει δηλαδή το ενδεχόμενο ένας εργοδότης να πληρώνει για δικές του εισφορές λιγότερα χρήματα από τις εισφορές που αντιστοιχούν σε υπάλληλό του, ο οποίος αμείβεται με τον κατώτατο μισθό!