Τη δέσμευση των ευρωπαϊκών τραπεζών να συνεχίσουν να στηρίζουν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά εν μέσω αυξανόμενης αβεβαιότητας σχετικά με τον ρυθμό της οικονομικής ανάκαμψης επανέλαβε το ΔΣ της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ομοσπονδίας (ΕΤΟ).
Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, το ΔΣ της ΕΤΟ υπογράμμισε, επίσης, την αδήριτη ανάγκη να υπάρξει πολιτική βούληση, ώστε να εξασφαλιστεί η “ομαλή προσγείωση” στη νέα κανονικότητα και εξέφρασε την εμπιστοσύνη της στη δέσμευση των κυβερνήσεων να αποφύγουν το λεγόμενο cliff edge.
“Η άμεση ανταπόκριση των κυβερνήσεων σε συνδυασμό με τη θετική συμβολή των τραπεζών συνέδραμαν στη διασφάλιση ρευστότητας και την παροχή πίστωσης καθόλη τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης. Αυτό μας έδειξε ότι όταν οι ρυθμιστικές αρχές, οι τράπεζες, οι εθνικές κυβερνήσεις και οι Κεντρικές Τράπεζες συνεργάζονται, υπάρχει αποτελεσματικότητα”, αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση της ΕΤΟ.
Η ΕΤΟ, συνεχίζει η ανακοίνωση, ζητά από τις κυβερνήσεις και τις πολιτικές ηγεσίες να υιοθετήσουν προσωρινά και σε περιορισμένη έκταση ευελιξία, ώστε να βοηθήσουν τις βιώσιμες επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν τους επόμενους μεταβατικούς μήνες, μέχρις ότου υπάρξει οικονομική ανάκαμψη. Είναι επιβεβλημένη η λήψη προληπτικών αποφάσεων και μέτρων ώστε οι τράπεζες να συνεχίσουν τη στήριξή τους σε βιώσιμες επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Η προσωρινή αύξηση του ορίου της καθαρής παρούσας αξίας για την αναδιάρθρωση του χρέους από 1% σε 5% θα επέτρεπε σε πολλές βιώσιμες επιχειρήσεις να περάσουν από τη μεταβατική περίοδο που διανύουμε στην οικονομική ανάκαμψη. Ομοίως, η αναβολή και η αναθεώρηση της τυποποιημένης προσέγγισης για τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου (SA-CCR) είναι ουσιαστικής σημασίας για την αποφυγή αύξησης του κόστους αντιστάθμισης για τις επιχειρήσεις που λειτουργούν εντός της ΕΕ.
Για να εξασφαλιστεί η προσέλκυση κεφαλαίων από τις τράπεζες, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η οικονομία, οι προσωρινοί περιορισμοί που επιβλήθηκαν ως προς τη διανομή μερισμάτων πρέπει να αρθούν.
Η εφαρμογή του διεθνούς κανονιστικού πλαισίου “Βασιλεία ΙΙΙ” συνιστά μια ακόμα άμεση πρόκληση στην πορεία της ευρωπαϊκής οικονομικής ανάκαμψης. Υπάρχει ο κίνδυνος η εφαρμογή του να θέσει επιπλέον περιορισμούς στις τράπεζες σε μια εποχή που αυτές χρειάζονται όλες τις ευχέρειες που προβλέπονται από το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο για να στηρίξουν την οικονομική ανάκαμψη.
Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι, αφενός η εφαρμογή του διεθνούς κανονιστικού πλαισίου “Βασιλεία ΙΙΙ” θα λάβει χώρα, δίχως σημαντική επίπτωση στους τρέχοντες δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, και αφετέρου με τρόπο που θα συνεκτιμά τις ιδιαιτερότητες του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος.
Η ρυθμιστική και κανονιστική μεταρρύθμιση κατέστησε το τραπεζικό σύστημα περισσότερο ανθεκτικό. Ωστόσο, το σχετικό κόστος έχει αυξηθεί. Καθώς η Ευρώπη μόλις άρχισε να ξεπερνάει την τρέχουσα πανδημική κρίση, είναι απαραίτητο να υπάρχει μια σαφής και ολιστική καταγραφή του βάρους που έχει επωμιστεί το τραπεζικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων όλων των κανονιστικών/εποπτικών απαιτήσεων και απαιτήσεων εξυγίανσης που έχουν υιοθετηθεί την τελευταία δεκαετία. Η άσκηση αυτή θα επιτρέψει στα αρμόδια (για θέματα ρυθμιστικής παρέμβασης και εποπτείας) θεσμικά όργανα να αξιολογήσουν την αποτελεσματικότητα του υφιστάμενου πλαισίου κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης, καθώς και το βαθμό ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος σε διεθνές επίπεδο.
Επιπλέον είναι αναγκαίος ο επανακαθορισμός του ρυθμιστικού πλαισίου, ώστε να ληφθεί μέριμνα για να διασφαλιστούν οι ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών και να επισπευσθούν οι ενέργειες για τη ψηφιακή και πράσινη μετάβαση της Ευρώπης.
Οι τράπεζες θα πρέπει να είναι σε θέση να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις τις μεγάλες επιχειρήσεις χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (Big Techs).
Ταυτόχρονα, είναι ζωτικής σημασίας η πλήρης εφαρμογή του υφιστάμενου κανονιστικού πλαισίου για τη βιώσιμη ανάπτυξη με συνεκτικό και αναλογικό τρόπο, σε συνδυασμό με τα απαραίτητα κίνητρα που θα πρέπει να δοθούν στο τραπεζικό σύστημα για τη στήριξη επιχειρήσεων προς την πράσινη μετάβασή τους. Καθώς η Ευρώπη βρίσκεται σε τροχιά επανόδου, οι κοινές προσπάθειες στον αγώνα για την καταπολέμηση του “βρώμικου” χρήματος, θα πρέπει να παραμείνει προτεραιότητα.
Οι Τράπεζες δηλώνουν για την καταπολέμηση του βρώμικου χρήματος τη σχετική δέσμευσή τους και στηρίζουν την πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μια ενισχυμένη πανευρωπαϊκή προσέγγιση του θέματος.
Η Πρόεδρος του ΔΣ της ΕΤΟ, κα Ana Botín, δήλωσε:
“Η ώρα για δράση έφτασε. Παροτρύνουμε τους φορείς χάραξης πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (“ΕΕ”) να λάβουν γρήγορα και αποφασιστικά μέτρα για να διασφαλίσουν την οικονομική ανάκαμψη. Ως τραπεζικό σύστημα, δεσμευόμαστε να συνεχίσουμε τη στενή συνεργασία μας με τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, καθώς και τη στήριξη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι οι ισχυρές τράπεζες υποστηρίζουν τις ισχυρές οικονομίες. Μετά το πέρας της πανδημικής κρίσης, το κανονιστικό πλαίσιο θα πρέπει να διασφαλίσει τις κατάλληλες συνθήκες για ένα ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα που είναι ανταγωνιστικό σε διεθνές επίπεδο και κατάλληλα προετοιμασμένο να υποστηρίξει τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία”.
Η 132η συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου (“ΔΣ”) της ΕΤΟ έλαβε χώρα, μέσω τηλεδιασκέψεως, στις 28 Μαΐου 2021. Η Ελληνική Ένωση Τραπεζών εκπροσωπήθηκε από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου, κ. Γεώργιο Χαντζηνικολάου, και τη Γενική Γραμματέα, κα Χαρούλα Απαλαγάκη.