Είναι γνωστό πως εδώ και πολλά χρόνια οι οφειλέτες δεν έχουν «απέναντι» τους την Χ τράπεζα, αλλά το Ψ fund, το οποίο εκπροσωπείται στην Ελλάδα- ως ξένη εταιρία που είναι- από ελληνικές εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων με την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου έχουν αποκτήσει αυξημένες αρμοδιότητες, όχι μόνο ως προς το να διαχειρίζονται την απαίτηση με σκοπό τη ρύθμιση της ή την είσπραξη της, αλλά και να προχωρούν σε μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης, έκδοσης διαταγών πληρωμής, κατάσχεσης και πλειστηριασμών.
Σε περίπτωση που θελήσει όμως ένας πολίτης να απευθυνθεί σε μία εταιρία διαχείρισης και να ζητήσει πχ κάποια ρύθμιση, ή να υποβάλει κάποιο αίτημα, όπως λ.χ να ζητήσει αναλυτική κατάσταση οφειλών, βεβαίωση καταβολών κλπ, ή να ζητήσει αντίγραφο της αρχικής σύμβασης του κατά τη λήψη του δανείου, δύναται άραγε να το πράξει;
Το να ασκήσει ένα αίτημα, όπως τα ανωτέρω, είναι δικαίωμα του κάθε πολίτη, καθότι έχει δικαίωμα να έχει πρόσβαση στα προσωπικά του στοιχεία. Το κατά πόσο μπορεί αυτό το δικαίωμα να το ασκήσει, είναι ένα μεγάλο πρακτικό ζήτημα… ένα μεγάλο πρακτικό πρόβλημα. Είτε θα πρέπει να κάνει κάποιος πολίτης τηλεφωνικά το αίτημα, μετά από ώρες αναμονής στο τηλεφωνικό κέντρο, είτε θα πρέπει να το υποβάλει το αίτημα ηλεκτρονικά σε οικείες πλατφόρμες των εταιριών διαχείρισης, εφόσον αυτές υπάρχουν.
Η εμπειρία μέχρι σήμερα μας διδάσκει ότι τα αιτήματα αυτά δεν ικανοποιούνται εν πολλοίς. Και σε περίπτωση που αυτά θα ικανοποιηθούν, γίνεται μετά το πέρας αρκετά μεγάλου χρονικού διαστήματος, το οποίο είναι εις βάρος του υπερχρεωμένου οφειλέτη, ο οποίος θα ήθελε να έχει άμεση απάντηση στο αίτημα του πχ για να το χρησιμοποιήσει σε μια δικαστική ενέργεια του, στο πλαίσιο της άμυνας του. Υπάρχουν περιπτώσεις που ο πολίτης αιτείται να γνωρίζει την ανάλυση της απαίτησης κατά κεφάλαιο, τόκους, έξοδα ώστε να μπορεί να έχει γνώση κατά πόσο είναι ορισμένη η απαίτηση της εταιρίας εις βάρος του, ώστε να αναστείλει τυχόν ενέργειες αναγκαστικής εκτέλεσης. Το αίτημα του αυτό μπορεί να μην ικανοποιηθεί ποτέ, ή αν απαντηθεί, να απαντηθεί πολύ αργότερα από τον προβλεπόμενο χρόνο.
Ένα άλλο παράδειγμα που μας διδάσκει η καθημερινότητα είναι ο τρόπος νομιμοποίησης των πληρεξούσιων δικηγόρων. Ένας δικηγόρος προκειμένου να μιλάει εξ ονόματος του εντολέα του θα πρέπει, όπως είναι γνωστό, να φέρει και την αρμόδια εξουσιοδότηση του εντολέα του που θα του παρέχει την εντολή να δρα για κάποιες ενέργειες στο όνομα του. Η αποστολή της εξουσιοδότησης αυτής καθώς και ο έλεγχος νομιμότητας από πλευράς των εταιριών μπορεί να διαρκέσει μήνες ολόκληρους. Είναι αντιληπτός ο όγκος των απαιτήσεων και των πληροφοριών που διαχειρίζονται οι εταιρίες, παρ’ όλα αυτά δεν θα πρέπει να ξεχνούμε πως οι διαδικασίες τρέχουν και πως ο χρόνος που περνά δρα πάντα εις βάρος των οφειλετών, οι οποίοι οδηγούνται τις περισσότερες φορές σε πλειστηριασμό.
Εξαιρετικά περιορισμένη είναι και η δυνατότητα ρύθμισης διμερώς μέσω διαπραγμάτευσης μιας απαίτησης. Στην πραγματικότητα δεν μιλούμε για διαπραγμάτευση, αλλά για μια μονομερή πρόταση μίας ρύθμισης από πλευράς της εταιρίας, η οποία συνήθως είναι μη ρεαλιστική με βάση τα οικονομικά δεδομένα του πολίτη, την οποία πρόταση, αν δεν την αποδεχτεί, δεν έχει άλλη επιλογή αντιπρότασης. «take it, or leave it» σε απλά ελληνικά.
Από τα ανωτέρω περιληπτικώς αναφερόμενα, προκύπτει ως αναγκαιότητα η θέσπιση κάποιων κανόνων και διαδικασιών, βάσει των οποίων θα οφείλουν να ενεργούν οι εταιρίες διαχείρισης, προκειμένου να μπορούν να είναι προστατευμένοι οι υπερχρεωμένοι πολίτες, ώστε οι όροι «καλή πίστη, συναλλακτικά ήθη» να μην είναι αόριστες νομικές έννοιες, αλλά εφαρμοζόμενες αξίες στις συναλλαγές.
Αν υπάρξει αυτό το πλαίσιο δεοντολογίας, το οποίο βέβαια θα εφαρμόζεται στην πρακτική από τις εταιρίες διαχείρισης, θα λειτουργήσει προς όφελος εν γένει του ιδιωτικού χρέους, καθότι πιθανά να επιταχυνθούν οι ρυθμίσεις και θα ελαχιστοποιηθούν οι κόκκινες οφειλές. Η νέα αυτή πραγματικότητα θα λειτουργήσει προς όφελος και των πιστωτών, αλλά φυσικά και των υπερχρεωμένων οφειλετών.
Το αυτονόητο πολλές φορές στην ελληνική έννομη πραγματικότητα αποτελεί ένα διαρκές ζητούμενο. Και αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος της οικονομικής ζημίας που υφίστανται οι πολίτες από την απουσία αποτελεσματικών κανόνων, τότε η αναγκαιότητα γίνεται ακόμα πιο επιτακτική.