Πρόσφατα, στο πλαίσιο της διαβούλευσης για το Σχέδιο της Ολλανδικής Εταιρείας για την ανασυγκρότηση της θεσσαλικής γεωργίας, μια από τις προτάσεις του σχεδίου, σύμφωνα με όσα τονίζει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, κ. Νίκος Δαναλάτος, φάνηκε αρκετά βιώσιμη και ρεαλιστική. Είναι η πρόταση για την επιστροφή της καλλιέργειας του σουσαμιού και η εισαγωγή του στα υφιστάμενα σχήματα αμειψισποράς.
Και ομιλούμε, προσθέτει, για «επιστροφή» γιατί -όπως πολλοί ίσως γνωρίζουν- το σουσάμι καλλιεργείτο σε αρκετές χιλιάδες στρέμματα τη δεκαετία του ’50 στην Ελλάδα, και μάλιστα υπήρξε και εξαγωγικό προϊόν. Όμως, μη μπορώντας να ανταγωνιστεί τις υπόλοιπες καλλιέργειες κυρίως ως προς την αποτελεσματική εκμηχάνιση της συγκομιδής του (τίναγμα κατά τη μηχανική συλλογή), η καλλιέργεια σταδιακά εγκαταλείφθηκε.
Φαίνεται ότι εδώ και αρκετά χρόνια, τονίζει επίσης ο κ. Δαναλάτος, το πρόβλημα αυτό έχει ξεπεραστεί με τη δημιουργία αδιάρρηκτων ποικιλιών που -πέραν από τον μικρό βιολογικό τους κύκλο (90-120 ημέρες) και τα υπόλοιπα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά- μπορούν να συγκομίζονται με μεγάλη αποτελεσματικότητα με κοινές θεριζοαλωνιστικές μηχανές, επιτρέποντας έτσι στη σημαντική αυτή καλλιέργεια να διαδραματίσει το ρόλο που της αρμόζει στη θεσσαλική και γενικότερα την ελληνική γεωργία.
Συνηθίζουμε να λέμε ότι ευρωπαϊκό βαμβάκι είναι το ελληνικό βαμβάκι, μιας και η Ελλάδα βρίσκεται στο βορειότερο όριο της ζώνης καλλιέργειας του βαμβακιού. Το ίδιο ακριβώς θα ισχύσει και για το σουσάμι, το οποίο εισάγεται στην Ευρώπη από την Τουρκία και την Αφρική. Σε περίπτωση που απλωθεί η καλλιέργειά του, το ελληνικό σουσάμι θα είναι το μόνο ευρωπαϊκό σουσάμι με ό,τι αυτό συνεπάγεται, σύμφωνα με τον ίδιο. Ως προς τα χαρακτηριστικά του σουσαμιού, αυτό έχει πολύ μεγάλα πλεονεκτήματα. Είναι θερμόφιλο φυτό που σπέρνεται όταν η θερμοκρασία σταθεροποιηθεί πάνω από 17oC. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να είναι επίσπορη καλλιέργεια μετά από χειμερινά σιτηρά ή ψυχανθή. Έχει μικρό βιολογικό κύκλο και έχει μικρότερες απαιτήσεις σε αρδευτικό νερό ακόμα και από το μη απαιτητικό βαμβάκι. Στις πρώτες ερευνητικές προσπάθειες ελήφθησαν αποδόσεις της τάξης των 180 kg ανά στρέμμα. Όμως, στα προσεχή πειράματα αγρού του Εργαστηρίου Γεωργίας με πολλούς συνδυασμούς εποχής και πυκνότητας σποράς και ποσού άρδευσης για τις νέες δυναμικές ποικιλίες, στοχεύουμε, τονίζει ο κ. Δαναλάτος, να φτάσουμε αποδόσεις που σύμφωνα με τα διαθέσιμα μοντέλα ανάπτυξης είναι της τάξης των 250-300 κιλών ανά στρέμμα. Με τιμή αγοράς 1,3 €/κιλό, η πρόσοδος 250-300 kg ανέρχεται στα 325-390 €/στρ. με κόστος παραγωγής που σύμφωνα με τις πρώτες μας αναλύσεις δεν θα ξεπεράσουν τα 90 € ανά στρέμμα, ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο υφιστάμενος πάγιος εξοπλισμός που χρησιμοποιείται για τις υπόλοιπες εαρινές καλλιέργειες. Για να καταλήξει τονίζοντας:
«Στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι καταναλώνονται ετησίως περί τους 40.000 τόνους σουσαμιού για την παραγωγή μιας μεγάλης γκάμας προϊόντων (ψωμί, χαλβάς, ταχίνι, παστέλια, μπάρες με ξηρούς καρπούς, κλπ), οι οποίοι στο σύνολό τους εισάγονται, κατά κανόνα, από αφρικανικές χώρες (Αίγυπτος, Σουδάν, κλπ). Με 250-300 κιλά ανά στρέμμα, για την κάλυψη της ελληνικής αγοράς θα πρέπει να καλλιεργηθούν 130-160.000 στρ. αλλά τα περιθώρια είναι υπερτριπλάσια εάν ληφθεί υπόψη ότι το ελληνικό σουσάμι θα είναι το ευρωπαϊκό σουσάμι, το οποίο μάλιστα θα πρέπει να στηριχθεί αναλόγως με τις υπόλοιπες σημαντικές καλλιέργειες χαμηλών εισροών και φιλικών προς το περιβάλλον».