Στο 92,3% ανέρχεται το ποσοστό των νοικοκυριών στην Ελλάδα, τα οποία δήλωσαν ότι το 2021 είχαν επάρκεια τροφής, ενώ το 5% είχε χαμηλή επάρκεια και το 2,7% πολύ χαμηλή.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) – με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2020- τα ποσοστά ανά συνιστώσα της κλίμακας ανεπάρκειας τροφής (FIES), δείχνουν ότι: το 11,9% του πληθυσμού ανησύχησε ότι δεν θα είχε αρκετή τροφή για να καλύψει τις ανάγκες του, το 11,4% δεν είχε τη δυνατότητα να τραφεί με υγιεινή και θρεπτική τροφή και το 12,6% έφαγε μόνο ορισμένα είδη τροφών.
Τα ποσοστά περιορίζονται σημαντικά όταν πρόκειται για τη λήψη λιγότερης τροφής. Το 6,2% του πληθυσμού αναγκάστηκε να παραλείψει ένα γεύμα, το 6,2% έφαγε λιγότερο από όσο θεωρούσε ότι είχε ανάγκη, το 3,2% έμεινε χωρίς τροφή, το 3,5% του πληθυσμού πεινούσε, αλλά δεν έφαγε και το 2,7% πέρασε μια ολόκληρη ημέρα χωρίς τροφή.
Ένα νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής όταν τουλάχιστον ένα μέλος του νοικοκυριού δήλωσε ότι, κατά τη διάρκεια των 12 προηγούμενων μηνών πριν τη διενέργεια της έρευνας, αναγκάστηκε να παραλείψει ένα γεύμα, έφαγε λιγότερο από όσο θεωρούσε ότι είχε ανάγκη, έμεινε χωρίς τροφή, πεινούσε αλλά δεν έφαγε, πέρασε μια ολόκληρη ημέρα χωρίς τροφή, λόγω έλλειψης χρημάτων ή άλλων πόρων.
Ένα νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει σοβαρή ανεπάρκεια τροφής, όταν τουλάχιστον ένα μέλος του νοικοκυριού δήλωσε ότι, κατά τη διάρκεια των 12 προηγούμενων μηνών πριν τη διενέργεια της έρευνας, πέρασε μια ολόκληρη ημέρα χωρίς τροφή λόγω έλλειψης χρημάτων ή άλλων πόρων.
Το 6% του πληθυσμού (6,1% το 2020 και 8% το 2019) δήλωσε ότι αντιμετώπισε μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής, ενώ το 1,5% του πληθυσμού (1,6% το 2020 και 1,5% το 2019) δήλωσε ότι αντιμετώπισε μόνο σοβαρή ανεπάρκεια τροφής.