Στο 16,2% ανήλθε το ποσοστό ανεργίας στη χώρα το δ’ τρίμηνο πέρυσι, έναντι επίσης 16,2% το γ’ τρίμηνο του 2020 και 16,8% το δ’ τρίμηνο του 2019.
Ο αριθμός των ανέργων ανήλθε σε 750.135 άτομα, παρουσιάζοντας μείωση 0,8% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και 4,6% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Ωστόσο, 498.000 άτομα είναι μακροχρόνια άνεργοι (αναζητούν εργασία από ένα έτος και πάνω), ενώ πολύ υψηλά είναι τα ποσοστά στις ηλικίες 15- 29 ετών. Παράλληλα, το μεγαλύτερο ποσοστό των ανέργων (22,8%) εργαζόταν στους κλάδους των ξενοδοχείων και της εστίασης.
Συμπερασματικά, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η επίδραση της πανδημίας στην αγορά εργασίας αυξήθηκε κατά το δ΄ τρίμηνο του 2020. Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι οι απουσίες από την εργασία, καθώς και η εργασία στο σπίτι αυξήθηκαν, ενώ οι ώρες εργασίας μειώθηκαν σε σχέση με το γ’ τρίμηνο 2020. Επίσης, τα άτομα που δεν εργάζονταν αλλά αναζητούσαν εργασία και δήλωσαν ότι δεν είναι άμεσα διαθέσιμα να εργαστούν αυξήθηκαν σε σχέση με το γ’ τρίμηνο 2020 Από τα στοιχεία της έρευνας παρατηρείται επίσης ότι, σε σχέση με το γ’ τρίμηνο του 2020, η απουσία από την εργασία αυξήθηκε κυρίως στον τομέα που περιλαμβάνει τους κλάδους του εμπορίου, των ξενοδοχείων, των εστιατορίων, των μεταφορών και επικοινωνιών, καθώς και στον τομέα των κατασκευών, ενώ μειώθηκε σημαντικά στον τομέα των άλλων υπηρεσιών. Το ποσοστό εργασίας από το σπίτι αυξήθηκε σε όλους τους τομείς και ιδιαίτερα στις χρηματοπιστωτικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες και στις άλλες υπηρεσίες. Οι ώρες εργασίας μειώθηκαν σε όλους τους τομείς της οικονομίας, με εξαίρεση τις άλλες υπηρεσίες.
Ειδικότερα, από την έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτουν τα εξής:
Στις γυναίκες το ποσοστό ανεργίας (19,9%) παραμένει σημαντικά υψηλότερο από εκείνο στους άνδρες (13,3%).
Ηλικιακά, τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφονται στις ομάδες 15- 19 ετών (44,7%) και 20- 24 ετών (34,3%). Ακολουθούν οι ηλικίες 25- 29 ετών (29,6%), 30- 44 ετών (15,9%), 45- 64 ετών (11,9%) και 65 ετών και άνω (9,3%).
Σε επίπεδο περιφερειών της χώρας, στις τρεις πρώτες θέσεις βρίσκονται η Δυτική Ελλάδα (21,6%), η Δυτική Μακεδονία (20,5%) και η Στερεά Ελλάδα (19%). Ακολουθούν, η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (17,7%), το Νότιο Αιγαίο (17,6%), η Κεντρική Μακεδονία (17,5%), το Βόρειο Αιγαίο (17,3%), η Ήπειρος (17,2%), η Κρήτη (16,6%), η Θεσσαλία (16,4%), οι Ιόνιοι Νήσοι (16,3%), η Αττική (14,2%) και η Πελοπόννησος (11,8%).
Οι βασικοί λόγοι που σταμάτησαν οι άνεργοι να εργάζονται είναι είτε γιατί η εργασία τους ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (32,5%) είτε γιατί απολύθηκαν (21,1%). Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανέργων (22,8%) εργαζόταν στους κλάδους των ξενοδοχείων και της εστίασης. Σε ό,τι αφορά στο επάγγελμα της προηγούμενης εργασίας τους, το μεγαλύτερο ποσοστό (32%) απασχολούνταν στην παροχή υπηρεσιών ή ως πωλητές. Το ποσοστό των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί στο παρελθόν (νέοι άνεργοι) είναι 18,6%.
Η πλειονότητα των ανέργων (66,4%) αναζητεί εργασία ένα έτος ή περισσότερο (μακροχρόνια άνεργοι). Το 20% των ανέργων αναζητεί εργασία ως μισθωτός μόνο με πλήρη απασχόληση, ενώ το 69,8% αναζητεί εργασία με πλήρη απασχόληση αλλά δήλωσε ότι στην ανάγκη θα δεχόταν και μερική. Το ποσοστό των ανέργων που δηλώνουν ότι δεν είναι εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ ανέρχεται σε 15,4%, ενώ το ποσοστό αυτών που δηλώνουν ότι λαμβάνουν επίδομα ή βοήθημα από τον ΟΑΕΔ ανέρχεται σε 19,4%.
Ο αριθμός των απασχολουμένων ανήλθε σε 3.878.454 άτομα. Το ποσοστό απασχόλησης μειώθηκε κατά 1,2% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 0,6% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Με βάση τις κατευθύνσεις της Eurostat, λόγω της πανδημίας, τα άτομα που τίθενται σε αναστολή σύμβασης εξακολουθούν να θεωρούνται απασχολούμενοι, εφόσον η διάρκεια της αναστολής είναι μικρότερη από 3 μήνες ή εάν λαμβάνουν περισσότερο από το 50% των αποδοχών τους.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων εργάζονται ως μισθωτοί (67,9%), ενώ σημαντικό είναι και το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων χωρίς προσωπικό (21,3%). Σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο εμφανίζεται μείωση στους μισθωτούς (2,2%) και στους βοηθούς στην οικογενειακή επιχείρηση (13,1%) και αύξηση στους αυτοαπασχολούμενους με προσωπικό ή χωρίς προσωπικό (1,8% και
2,5%, αντίστοιχα). Σε σχέση με το προηγούμενο έτος, παρουσιάζεται αύξηση στους αυτοαπασχολούμενους με προσωπικό (9,7%) και μείωση στις υπόλοιπες κατηγορίες απασχολουμένων.
Το ποσοστό μερικής απασχόλησης ανέρχεται σε 7,8%, ενώ το ποσοστό των ατόμων που έχουν προσωρινή εργασία σε 6,5%. Η μερική απασχόληση εμφανίζεται μειωμένη (5,7%) σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους (18,1%). Η προσωρινή απασχόληση έχει μειωθεί σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο (10,6%) και σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους (23,2%).
Τα επαγγέλματα που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων είναι οι εργαζόμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές (23%) και οι επαγγελματίες (20,9%). Σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο η μεγαλύτερη αύξηση εμφανίζεται στους επαγγελματίες (5,3%) και η μεγαλύτερη μείωση εμφανίζεται στους ανειδίκευτους εργάτες, χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες (10,7%). Σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, η μεγαλύτερη αύξηση εμφανίζεται στους επαγγελματίες (9,1%) και στους τεχνικούς και ασκούντες συναφή επαγγέλματα (9,1%). Η μεγαλύτερη μείωση παρατηρείται στους ανειδίκευτους εργάτες, χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες (13,4%).
Το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων (44,2%) δηλώνει ότι εργάστηκε 40- 47 ώρες την εβδομάδα αναφοράς, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό (22,1%) δηλώνει ότι εργάστηκε 48 ή περισσότερες ώρες. Η πλειονότητα των απασχολουμένων (75,5%) δηλώνει ότι εργάστηκε τις συνήθεις ώρες κατά την εβδομάδα αναφοράς. Το 8,4% των απασχολούμενων δηλώνει ότι θα επιθυμούσε να εργάζεται περισσότερες ώρες, ενώ το 1,6% δηλώνει ότι έχει παραπάνω από μία εργασία και το 1,9% αναζητεί εργασία αν και εργάζεται.
Οι οικονομικά μη ενεργοί (τα άτομα που δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία) ανήλθαν σε 4.445.643 άτομα. Ειδικότερα, οι οικονομικά μη ενεργοί κάτω των 75 ετών ανήλθαν σε 3.257.408 άτομα. Το ποσοστό τους αυξήθηκε κατά 1,5% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 0,8% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.