Επαναπροσδιορίζει τις εποπτικές τις προτεραιότητες για τις τράπεζες η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) όπως ανακοίνωσε σήμερα.
Στόχος της ΕΚΤ είναι η ενίσχυση της ανθεκτικότητας των τραπεζών σε άμεσες μακροοικονομικές και γεωπολιτικές κρίσεις . Στο πλαίσιο αυτό η ΕΚΤ θα ζητήσει από τις τράπεζες να αντιμετωπίσουν τις ελλείψεις στα πλαίσια ενεργητικού και παθητικού και πιστώσεων και στη διαχείριση πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου. Οι τράπεζες πρέπει επίσης να επιταχύνουν την αποτελεσματική αποκατάσταση στις ελλείψεις που έχουν διαπιστωθεί στην εσωτερική διακυβέρνηση και στη διαχείριση των κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα και το περιβάλλον. Επιπλέον, πρέπει να σημειώσουν περαιτέρω πρόοδο στον ψηφιακό μετασχηματισμό και στην οικοδόμησή ισχυρών πλαίσιων επιχειρησιακής ανθεκτικότητας.
Όπως ανακοίνωσε σήμερα ο Εποπτικός Βραχίονας της ΕΚΤ στο πλαίσιο της δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων της εποπτικής του επισκόπησης και Διαδικασία Αξιολόγησης (SREP) για το 2023 και οι εποπτικές της προτεραιότητες για τα έτη 2024-26, οι ευρωπαϊκές τράπεζες διαθέτουν ισχυρή κεφαλαιακή βάση και ρευστότητα καθώς και αυξημένη κερδοφορία. Παρά ταύτα αποφασίστηκε να αυξηθεί ο ελάχιστος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας από το 10,7% στο 11,1% εξαιτίας των επιπτώσεων των πολιτικών micro prudential (μικρο-προληπτική).
Διευκρινίζεται ότι η συγκεκριμένη διαδικασία αξιολόγησης – γνωστή με το ακρωνύμιο SREP – αποτελεί την ετήσια άσκηση κατά την οποία οι εποπτικές αρχές εξετάζουν τους κινδύνους των τραπεζών και παράγουν κεφαλαιακές απαιτήσεις, καθορίζοντας στη συνέχεια μεμονωμένα για κάθε τράπεζα ξεχωριστά το ποσοστό του ελάχιστου κεφαλαίου (CΕΤ1) που θα πρέπει να διαθέτει.
Η SREP αξιολογεί τέσσερις κύριες περιοχές: τη βιωσιμότητα και βιωσιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων, επάρκεια εσωτερικής διακυβέρνησης και διαχείρισης κινδύνων, κινδύνους για το κεφάλαιο και κινδύνους για τη ρευστότητα και τη χρηματοδότηση. Σε κάθε στοιχείο δίνεται βαθμολογία που κυμαίνεται από 1 έως 4 (με το 1 να είναι το καλύτερο και 4 το χειρότερο). Στη συνέχεια, αυτές οι βαθμολογίες συνδυάζονται για να παραχθεί μια συνολική βαθμολογία (η οποία επίσης κυμαίνεται από 1 έως 4).