Θετικές προοπτικές και δυνατότητα λελογισμένα καλών αποδόσεων βλέπουν εγχώριοι αλλά και διεθνείς οίκοι για το ελληνικό χρηματιστήριο στη διάρκεια του 2023. Οι αναλυτές των οίκων επισημαίνουν ότι μετά από πολλά χρόνια οι Τράπεζες θα είναι κερδοφόρες, με μονοψήφια NPEs, ενώ ευρύτερα οι αποτιμήσεις στο ελληνικό χρηματιστήριο σε καμιά περίπτωση δεν θεωρούνται υπερτιμημένες, οπότε έχουν περιθώρια περαιτέρω ανόδου.
Θετική για τις προοπτικές του Χρηματιστήριου Αθηνών το 2023 εμφανίζεται η Goldman Sachs, καθώς τοποθετεί την ελληνική αγορά στους επτά δείκτες από το περιβάλλον των αναδυόμενων αγορών οι οποίοι θα σημειώσουν διψήφιες θετικές αποδόσεις το 2023 και υψηλότερες σε σχέση με αυτές του πανευρωπαϊκού δείκτη Stoxx 600 αλλά και του S&P 500.
Ο αμερικανικός οίκος εκτιμά πως σε ορίζοντα δώδεκα μηνών ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. θα σκαρφαλώσει κοντά στις 1.000 μονάδες και συγκεκριμένα στις 995 μονάδες, με τον δείκτη P/E να διαμορφώνεται στο 7,9x και τον δείκτη μερισματικής απόδοσης στο αρκετά υψηλό και ελκυστικό 5%.
Ο οίκος JP Morgan «ψηφίζει» το ελληνικό χρηματιστήριο για το 2023, θεωρώντας το την προτιμώμενη αγορά στην περιοχή των αναδυόμενων αγορών της Ευρώπης. Σύμφωνα με το βασικό της σενάριο του οίκου, ο ελληνικός δείκτης MSCI θα σημειώσει άνοδο 8% το 2023, ενώ με βάση το θετικό της σενάριο μπορεί να καταγράψει κέρδη της τάξεως του 15%.
Σύμφωνα με την Citigroup οι αποτιμήσεις των ελληνικών μετοχών δεν φαίνονται σε καμία περίπτωση «υπερβολικές», παρά την ανθεκτικότητα που έχει δείξει το Χ.Α. , καθώς ο δείκτης P/E είναι από τους χαμηλότερους όχι μόνο εντός της Ευρώπης αλλά και σε σχέση με τις αναδυόμενες αγορές και τις παγκόσμιες αγορές γενικότερα. Πιο συγκεκριμένα, ο δείκτης Ρ/Ε τοποθετείται στο 7 για το 2022, στο 8 για το 2023 και στο 7,1 για το 2024.
Η μερισματική απόδοση των ελληνικών μετοχών διαμορφώνεται στο ελκυστικό 4,1%, τη στιγμή που στο σύνολο της Ευρώπη διαμορφώνεται στο 3,4%, στις ΗΠΑ στο 1,6% στις διεθνείς μετοχές στο 2,2% και στις αναδυόμενες αγορές στο 2,9%. Ανεβαίνει ανάμεσα στις επιλογές της BofA το Χρηματιστήριο της Αθήνας, καθώς οι αναλυτές του αμερικανικού επενδυτικού οίκου δηλώνουν bullish απέναντι στις αγορές της κατηγορίας EEMEA (Αναδυόμενη Ευρώπη, Μ. Ανατολή, Αφρική) για το 2023.
Η Ελλάδα τοποθετείται στη δεύτερη υψηλότερη θέση ανάμεσα στις έντεκα αγορές σε όρους μερισματικών αποδόσεων. Το ασφάλιστρο κινδύνου των ελληνικών μετοχών, δηλαδή η απαιτούμενη απόδοση της μετοχικής αγοράς από τους επενδυτές, εκτιμάται σε 12,4% και είναι υψηλά στις εκτιμήσεις του οίκου, ενώ η απόδοση των κερδών είναι στο 7,3% και το 10,3% το 2022-2023 και η μερισματική απόδοση υπολογίζεται στο 5,6% και το 6,2% για τα ίδια έτη αναφοράς και σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα.
Σύμφωνα με τη Morgan Stanley τα μεγάλα discounts των ελληνικών μετοχών παραμένουν συγκριτικά με την Ευρώπη, καθώς η ελληνική αγορά διαπραγματεύεται κοντά στα ιστορικά υψηλά discounts: 38% σε όρους P/E και 34% σε όρους μερισματικής απόδοσης. Σε σχέση με τις αναδυόμενες αγορές, επικρατεί η ίδια τάση (33% στο P/E και 39% στη μερισματική απόδοση).
Ψήφο εμπιστοσύνης για το ελληνικό χρηματιστήριο δίνει από την πλευρά της και η HSBC, η οποία διατηρεί τη σύσταση «overweight» για τις ελληνικές μετοχές και παράλληλα καλεί τους επενδυτές να «τις προσέξουν περισσότερο» καθώς πέραν όλων των άλλων έχουν και χαμηλές αποτιμήσεις. Η ανάπτυξη παραμένει ισχυρή και οι αποτιμήσεις είναι ελκυστικές. Οι τράπεζες συνέχισαν την καλή πορεία τους και παραμένουν στο επίκεντρο του story των ελληνικών μετοχών.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να φαίνεται χαμηλά αποτιμημένη με βάση το PE σε σχέση με τον ιστορικό μέσο όρο. Οι αναλυτές της HSBC αξιολογούν με σύσταση «αγορά» («buy») όλες τις μετοχές των επιχειρήσεων που καλύπτουν στην Ελλάδα, με τις τράπεζες να αντιπροσωπεύουν το 26% του συνολικού δείκτη.
Αντιθέτως η Eurobank Equites εκτιμά ότι το ελληνικό χρηματιστήριο δεν θα μείνει στο απυρόβλητο και εμμέσως πλην σαφώς βλέπει πτώση στο πρώτο εξάμηνο του 2023. Συνολικά, πάντως οι αποτιμήσεις του ΧΑ χαρακτηρίζονται φθηνές, με τις μη χρηματοοικονομικές μετοχές να εμφανίζουν discount περίπου 30% έναντι των ανταγωνιστών τους στην Ευρώπη και discount 20% έναντι των ιστορικών απομιμήσεών τους. Η επιστροφή της πολιτικής αβεβαιότητας, έστω και εάν δεν οδηγεί σε ουσιαστική αλλαγή πολιτικής, προκαλεί αύξηση του risk premium και άρα περιορίζει τα περιθώρια ανόδου της αγοράς για τους επόμενους μήνες.