Παθογένειες του δικαστικού συστήματος, κυρίως όσον αφορά την ταχύτητα απονομής Δικαιοσύνης, “φρενάρουν” την οικονομική ανάπτυξη και τις επενδύσεις στην Ελλάδα, εκτιμάται σε έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου , η οποία χαρακτηρίζει το ελληνικό δικαστικό τοπίο “εξαιρετικά αργό, διόλου σύγχρονο, τροχοπέδη για την ανάπτυξη και την προσέλκυση επενδύσεων”.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η εκδίκαση αστικών υποθέσεων σε πρώτο και δεύτερο βαθμό απαιτεί κατά μέσο όρο 1.200 ημέρες στην Ελλάδα, έναντι 446 ημερών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. «Αυτό το κενό κόστους και χρόνου επενδύσεων λειτουργεί τιμωρητικά για την ελληνική αγορά», τονίζει η έκθεση.
Η υπερφόρτωση των δικαστηρίων οφείλεται εν μέρει στην αργή ανάπτυξη εναλλακτικών τρόπων επίλυσης διαφορών, όπως η διαμεσολάβηση και η διαιτησία, οι οποίοι στην Ελλάδα άρχισαν να λειτουργούν ουσιαστικά μόλις τα τελευταία χρόνια. Παράλληλα, το σχετικά χαμηλό κόστος κατάθεσης αγωγής ενθαρρύνει τη συχνή προσφυγή στα αστικά και διοικητικά δικαστήρια, αυξάνοντας χωρίς ουσιαστική ανάγκη τον όγκο των υποθέσεων.
Ένας ακόμη επιβαρυντικός παράγοντας είναι η ανεπαρκής στελέχωση και διαχείριση του ελληνικού δικαστικού συστήματος. Η χώρα μας έχει μια από τις υψηλότερες αναλογίες δικαστών ανά κάτοικο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως, όπως σημειώνει η μελέτη, το υποστηρικτικό προσωπικό των ελληνικών δικαστηρίων υστερεί σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Όπως τονίζει η έκθεση του ΔΝΤ, δεν υπάρχει κεντρική διαχείριση του δικαστικού συστήματος και σε επίπεδο μεμονωμένων δικαστηρίων, συχνά δεν υπάρχει κεντρική ή επαρκής διαχείριση. Τα δικαστήρια λειτουργούν ως ανεξάρτητα όντα και όχι ως μέρη ενός ευρύτερου δικτύου. Αυτό έχει οδηγήσει σε κατακερματισμό και περιορισμένη ευχέρεια στην ανάθεση και ανακατανομή πόρων όταν είναι αναγκαίο. Τα συστήματα δεδομένων, αν υπάρχουν, τείνουν να είναι ειδικά για το κάθε δικαστήριο και δεν καλύπτουν όλο το δικαστικό σύστημα. Αυτό καθιστά δύσκολη την εποπτεία του συστήματος ως σύνολο και την αποτελεσματική διαχείριση των υποθέσεων. Πάντως, επισημαίνουν ότι οι πρόσφατες προσπάθειες για τη βελτίωση της διαχείρισης στο επίπεδο των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων είναι θετικές.