Η έκτη έρευνα της διαΝΕΟσις για τις στάσεις, τις απόψεις και τις προσδοκίες των Ελλήνων σε αυτή τη νέα φάση της πανδημίας του κορωνοϊού.
Από την αρχή της πανδημίας η διαΝΕΟσις, πέραν όλων των άλλων, δημοσιεύει και μια σειρά από έρευνες κοινής γνώμης που στοχεύουν να καταγράψουν τις τάσεις, τις στάσεις και τις αντιλήψεις των Ελλήνων απέναντι στην πρωτοφανή κρίση.
Πόσο σοβαρά αντιμετωπίζουμε τον κίνδυνο; Πότε πιστεύουμε ότι θα επιστρέψει η “κανονικότητα”; Πώς ζούμε μέσα στα lockdowns, πόσο τηρούμε τα μέτρα; Τι σκεφτόμαστε για τα εμβόλια; Οι έρευνες αυτές, που μέχρι τώρα ήταν πέντε, έχουν καταγράψει με γλαφυρό και ξεκάθαρο τρόπο τις συνέπειες της κρίσης στις σκέψεις και τις απόψεις των πολιτών και, τελικά, την ίδια την πορεία της πανδημίας μέσα από την κοινωνία μας.
Από τον Δεκέμβριο του 2020, δε, όταν η κρίση μπήκε σε μια νέα φάση, με την έγκριση των πρώτων εμβολίων κατά του κορωνοϊού από τον EMA, η διαΝΕΟσις συνδιαμορφώνει το ερωτηματολόγιο της έρευνας σε συνεργασία με την Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών, ώστε τα ευρήματα να χρησιμεύουν και στον σχεδιασμό της στρατηγικής εμβολιασμού του πληθυσμού της χώρας μας. Τα οποία ευρήματα, βεβαίως, δημοσιεύονται και εδώ πλήρη, “ανοιχτά” και δωρεάν για όλους τους ερευνητές και όλους τους πολίτες.
Σήμερα η διαΝΕΟσις ανακοινώνει τα αποτελέσματα του νέου, 6ου “κύματος” της έρευνας. Διεξήχθη (όπως όλα) από την εταιρεία Metron Analysis σε πανελλαδικό δείγμα 1.101 ατόμων ηλικίας 17 και άνω στο διάστημα 7-15 Μαΐου του 2021.
Σε αυτή τη νέα φάση της κρίσης είδαμε το τέλος του πολύμηνου lockdown στις περισσότερες περιοχές της χώρας, με τη σταδιακή άρση πολλών από τα περιοριστικά μέτρα που ίσχυαν το προηγούμενο διάστημα, αλλά και τη ραγδαία επιτάχυνση του προγράμματος εμβολιασμού, με περίπου 100.000 νέους εμβολιασμούς ημερησίως (εκτός Κυριακής). Σε αυτή τη συγκυρία, διαπιστώνουμε ότι οι ζωές αλλά και οι απόψεις και οι προσδοκίες των Ελλήνων αλλάζουν και πάλι. Αξίζει να μελετήσουμε το πώς.
Μερικά βασικά συμπεράσματα από την έρευνα:
Μια μορφή “κανονικότητας” πλέον επιστρέφει, τουλάχιστον σε κάποιες πτυχές της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας. Όπως φαίνεται από την έρευνα, πλέον σχεδόν 2 στους 3 Έλληνες εργάζονται κανονικά με φυσική παρουσία στον χώρο εργασίας τους (63,8%, από 53,9% τον περασμένο Μάρτιο και μόλις 25,4% τον Απρίλιο του 2020, εν μέσω εκείνου του πρώτου, αξέχαστου lockdown), ενώ 1 στους 5 εργάζονται ακόμη με τηλεργασία. Η μεγάλη αλλαγή, βεβαίως, είναι το ότι έχει μειωθεί πάρα πολύ ο αριθμός των εργαζομένων που βρίσκονται σε κάποια μορφή άδειας ή αναστολής.
Οι αλλαγές, όμως, είναι και ψυχολογικές. Από την έκρηξη αισιοδοξίας του Απριλίου του 2020, όταν ένα εκπληκτικό και πρωτοφανές 85,7% του ελληνικού πληθυσμού θεωρούσαν ότι “η χώρα μας κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση”, ακολούθησε μια σταδιακή αποκλιμάκωση, μέχρι την προηγούμενη έρευνά μας, τον Μάρτιο του 2021, όταν πια η αισιόδοξη (“προς τη σωστή”) με την απαισιόδοξη (“προς τη λάθος”) στάση ήταν σχεδόν ισόπαλη. Τώρα, δύο μήνες μετά, η ψαλίδα ανοίγει πάλι: σχεδόν 6 στους 10 Έλληνες θεωρούν ότι πάμε προς τη σωστή κατεύθυνση.
Αυτή η αισιοδοξία, βεβαίως, δεν κατανέμεται ομοιόμορφα σε όλες τις ομάδες του πληθυσμού. Την ασπάζονται περισσότερο οι μεγαλύτερες ηλικίες: το 70,7% των ηλικίας άνω των 65 θεωρούν ότι πάμε προς τη σωστή κατεύθυνση -αλλά μόνο το 43,8% των ηλικίας 17-24 συμφωνούν. Μεγάλη είναι η διαφορά ανάμεσα στις ηλικίες και στο θέμα της διαχείρισης της πανδημίας: 69,1% των ηλικίας 65+ θεωρούν ότι η διαχείριση της πανδημίας ήταν “σωστή”, αλλά 73,9% των ηλικίας 17-24 θεωρούν ότι ήταν “λάθος”. Χάσμα γενών, δε, υπάρχει και στην ερώτηση για το πότε θα έπρεπε να γίνει η άρση του lockdown. To 28,5% των ηλικίας 65+ θεωρούν ότι “έπρεπε να είχε γίνει” νωρίτερα από ό,τι έγινε, την ώρα που στις ηλικίες 17-24 την ίδια άποψη έχει το 59,7%.
Βεβαίως, όλη αυτή η αισιοδοξία είναι πλέον μετρημένη, συγκρατημένη και, όπως αναδεικνύεται και από τις υπόλοιπες απαντήσεις, βασισμένη σε έναν ρεαλισμό. Η “αβεβαιότητα” και η “ανασφάλεια” εξακολουθούν να είναι τα πιο έντονα συναισθήματα που οι Έλληνες και οι Ελληνίδες δηλώνουν ότι τους διακατέχουν. Οι πολίτες εξακολουθούν να φοβούνται την Covid-19. To 80,4% συμφωνούν -διαχρονικά- ότι “αποτελεί μια σοβαρή απειλή”. Οι μισοί θεωρούν “αρκετά” ή “πολύ” πιθανό να προσβληθούν από κορωνοϊό (από 32% τον Σεπτέμβριο του 2020) και 2 στους 3 πιστεύουν ότι αν προσβληθούν κινδυνεύουν σοβαρά από τη νόσο -δυο ποσοστά που παραμένουν λίγο-πολύ σταθερά από τον Δεκέμβριο του 2020, παρόλο το θεαματικά αυξημένο ποσοστό των εμβολιασμένων, που θα δούμε παρακάτω. Εξάλλου, πλέον ένα 6% των Ελλήνων δηλώνουν ότι έχουν νοσήσει οι ίδιοι με Covid-19, ενώ το 12,9% δηλώνουν ότι έχει νοσήσει μέλος του νοικοκυριού τους.
Οι πολίτες εξακολουθούν να δηλώνουν σε εξαιρετικά υψηλά ποσοστά ότι τηρούν τα προσωπικά μέτρα προστασίας -και πως τα θεωρούν και πολύ επιτυχημένα. Το 94,6% δηλώνουν ότι φορούν μάσκα “συχνά” ή “πολύ συχνά”, το 96,6% ότι “πλένουν τα χέρια”, το 91% ότι “κρατούν αποστάσεις”. Ποσοστά άνω του 90% του πληθυσμού συμφωνούν ότι αυτά τα μέτρα προστασίας “συνέβαλαν στην αντιμετώπιση της πανδημίας”.
Και πλέον οι προσδοκίες τους για την εξέλιξη της κρίσης είναι ρεαλιστικές και προσγειωμένες. Ενώ τον Απρίλιο του 2020 7 στους 10 Έλληνες πίστευαν ότι θα έχουμε επανέλθει σε μια κανονική καθημερινότητα μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2020, σήμερα 7 στους 10 Έλληνες πιστεύουν ότι θα επανέλθουμε σε μια κανονική καθημερινότητα κάποια στιγμή από το 2022 και μετά. 1 στους 3, μάλιστα, πιστεύουν πια ότι θα επανέλθουμε κάποια στιγμή “μετά το 2022”.
Από την άλλη, είναι αναμφισβήτητο ότι πλέον έχουμε περάσει σε μια άλλη φάση της πανδημίας, κι αυτό περιγράφεται καλύτερα από οπουδήποτε αλλού στις απαντήσεις της ερώτησης: “κατά τη γνώμη σας, σε ποιο στάδιο της κρίσης του κορωνοϊού βρισκόμαστε;”. Τον Σεπτέμβριο του 2020, όταν πρωτοκάναμε αυτή την ερώτηση, 3 στους 4 Έλληνες θεωρούσαν ότι “έρχονται δυσκολότερες ημέρες”, και μόνο 18,8% θεωρούσαν ότι “τα χειρότερα έχουν περάσει”. Σήμερα οι απαντήσεις είναι ανάποδες: 7 στους 10 Έλληνες θεωρούν ότι οι χειρότερες φάσεις της κρίσης είναι πίσω μας.
Η εξήγηση, βέβαια, έχει να κάνει με τη μία παράμετρο της κρίσης που μεταβάλλεται πιο θεαματικά από όλες στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου: την πρόοδο του προγράμματος εμβολιασμού του πληθυσμού. Το 38,9% των ερωτηθέντων σε αυτή την έρευνα δήλωσαν ότι έχουν ήδη εμβολιαστεί με τουλάχιστον μία δόση (από μόλις 9,4% στην έρευνα του περασμένου Μαρτίου) και από αυτούς σχεδόν οι μισοί (το 44,2%) έχουν εμβολιαστεί και με τις δύο δόσεις. Το 56,8%, δε, δήλωσαν πως κάποιο μέλος της οικογένειάς τους έχει εμβολιαστεί.
Πλέον η πλειοψηφία των Ελλήνων δηλώνουν ευχαριστημένοι με τον ρυθμό των εμβολιασμών (52,4% από 32,7% τον περασμένο Μάρτιο), με εξαίρεση, βεβαίως, τις ηλικίες 17-39, που είτε πήραν τελευταίες σειρά, είτε δεν έχουν πάρει σειρά ακόμα. Εξάλλου, 2 στους 3 Έλληνες πλέον συμφωνούν με την έκδοση ενός “πιστοποιητικού εμβολιασμού” (από 55,3% τον περασμένο Μάρτιο) -ένα ποσοστό που φτάνει το 85% ανάμεσα στους ήδη εμβολιασμένους- ενώ η ικανοποίηση των πολιτών “από τη διαδικασία του εμβολιασμού” είναι καθολική, και κυμαίνεται στο αστρονομικό 97,8%.
Αυτή τη φορά, δε, προστέθηκαν και κάποιες ερωτήσεις για τους τύπους των εμβολίων. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν εγκριθεί τέσσερα διαφορετικά εμβόλια ως ασφαλή και αποτελεσματικά, αλλά μετά τη χορήγηση δεκάδων εκατομμυρίων δόσεων, κάποιες εξαιρετικά σπάνιες παρενέργειες σε κάποια από αυτά, αλλά και η επικοινωνιακή διαχείριση του θέματος από τις διεθνείς αρχές και τα ΜΜΕ έχουν επηρεάσει τη στάση της κοινής γνώμης σε κάποιο βαθμό, τόσο στη δική μας όσο και σε άλλες χώρες. Στη χώρα μας πάνω από τους μισούς εμβολιασμούς έχουν γίνει με το εμβόλιο των Pfizer/BioNTech (52,6%) ενώ 1 στους 3 έχουν εμβολιαστεί με AstraZeneca. Ένα 12,7% έχουν εμβολιαστεί με Moderna και ένα 2,1% με Johnson&Johnson/Janssen -το τελευταίο εμβόλιο που διατέθηκε στη χώρα έως τώρα, το οποίο είχε αρχίσει να χορηγείται μόλις λίγες ημέρες πριν από τη διεξαγωγή της έρευνας. Η πλειοψηφία των εμβολιασμένων (56,1%) δήλωσαν ότι δεν είχαν παρενέργειες μετά τον εμβολιασμό, ενώ ένα 42,3% ένιωσαν κάποιες “ελαφρές παρενέργειες”. Στην ερώτηση “με ποιο από τα εγκεκριμένα εμβόλια θα προτιμούσατε να εμβολιαστείτε”, το εμβόλιο Pfizer/BioNTech συγκέντρωσε τις περισσότερες προτιμήσεις (58,3%) με αυτά της Moderna και της Johnson&Johnson/Janssen να ακολουθούν με 13,7% και 10,9%. Μόνο 4% επιλέγουν το εμβόλιο της AstraZeneca, ενώ 9,9% δήλωσαν αυθόρμητα ότι δεν έχουν κάποια προτίμηση. Πάντως, η αποδοχή των εμβολίων και της αξίας τους είναι καθολική: 94,4% των ερωτηθέντων συμφωνούν με την άποψη ότι “τα εμβόλια σώζουν ζωές”. Από τους εμβολιασμένους, δε, 2 στους 3 δηλώνουν ότι αισθάνονται “καλύτερα ψυχολογικά” μετά τον εμβολιασμό τους.
Η αποδοχή των εμβολίων, δε, σε όλες τις ηλικίες, σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, σε όλες τις εισοδηματικές κατηγορίες, σε όλα τα επαγγέλματα και σε όλες τις περιοχές της χώρας εξακολουθεί να βρίσκεται σε εξαιρετικά υψηλά ποσοστά. Το 14,3% των Ελλήνων που τον Δεκέμβριο του 2020 απαντούσαν στο αν θα εμβολιαστούν με “σίγουρα όχι” πλέον έχει συρρικνωθεί στο 6,2%. Το 13,1% που έλεγαν “μάλλον όχι” είναι πλέον 4,8%. Αυτοί που πλέον απαντούν “σίγουρα ναι” και “μάλλον ναι”, μαζί με αυτούς που έχουν εμβολιαστεί ήδη, φτάνουν το 87% του δείγματος. Έχει ενδιαφέρον το ότι στις ηλικίες 65+, για τις οποίες η πρόσβαση σε ραντεβού έχει ανοίξει εδώ και πολλές εβδομάδες, και στις οποίες το ποσοστό των ανεμβολίαστων παραμένει γύρω στο 30%, η μεγάλη πλειοψηφία των ανεμβολίαστων (το 66% αυτών) δηλώνουν ότι “σίγουρα ναι”, θα εμβολιαστούν.
Γενικά πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική εικόνα από τον Σεπτέμβριο του 2020, όταν μόνο το 49,5% των Ελλήνων δήλωναν ότι σκοπεύουν να εμβολιαστούν κατά του νέου κορωνοϊού, όταν γίνουν διαθέσιμα τα εμβόλια. Τα θεαματικά αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών, καθώς και η έως τώρα πορεία των εμβολιασμών (την περίοδο που έγινε η έρευνα πάνω από 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι παγκοσμίως είχαν εμβολιαστεί) έχουν αλλάξει εντελώς τη στάση των Ελλήνων απέναντι στη διαδικασία.
Αξίζει, τέλος, να αναφέρουμε και κάτι άλλο.
Τις τελευταίες ημέρες της έρευνας προστέθηκε μια επιπλέον ερώτηση, η οποία έτρεξε σε ένα υποσύνολο του δείγματος -σε περίπου 500 ανθρώπους, εκ των οποίων οι 132 είχαν παιδιά. Ρωτήσαμε αυτούς τους γονείς για το αν θα συμφωνούσαν να εμβολιαστούν τα παιδιά τους, αν υπήρχε αυτή η δυνατότητα. Το αποτέλεσμα λόγω του μικρού δείγματος είναι μόνο ενδεικτικό, αλλά έχει ενδιαφέρον: το 58,1% των γονιών δηλώνουν πως δεν θα εμβολίαζαν το παιδί τους. Καθώς μόλις τις προηγούμενες ημέρες και ο ΕΜΑ ενέκρινε τη χρήση ενός από τα εμβόλια για Covid και για τις ηλικίες 12-15, η στάση αυτή έχει σημασία, και θα συνεχίσουμε να την παρακολουθούμε και σε επόμενα κύματα αυτής της έρευνας.