«Το μείζον πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα, είναι αυτό της έλλειψης χρηματοδότησης. Οι προϋποθέσεις για τραπεζικό δανεισμό είναι πάρα πολύ αυστηρές, κάτι που έχει οδηγήσει σε αποκλεισμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από τα χρηματοδοτικά εργαλεία των συστημικών τραπεζών, ενώ παρόμοια είναι η κατάσταση και για την πρόσβαση σε κοινοτικά χρηματοδοτικά προγράμματα».
Αυτό σημείωσε ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών Γιάννης Χατζηθεοδοσίου στην διαδικτυακή συνάντηση που είχε, πρόσφατα, με τον Λουκ Τολόνιατ, διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG ECFIN), και τους συνεργάτες του.
Όπως αναφέρει σχετική ανάρτηση στην ηλεκτρονική σελίδα του επιμελητηρίου, ο κ. Χατζηθεοδοσίου ενημέρωσε τον διευθυντή της DG ECFIN για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη χώρα μας, υπογράμμισε ότι υπάρχει άνιση κατανομή του Ταμείου Ανάκαμψης προς όφελος των μεγαλύτερων επιχειρήσεων, καθώς και περιορισμένη προσβασιμότητα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε άλλα ευρωπαϊκά εργαλεία τραπεζικού δανεισμού και άντλησης επιχειρηματικών κεφαλαίων.
Ο κ. Τολόνιατ, όπως αναφέρει το επιμελητήριο, έδειξε ενδιαφέρον για τα προβλήματα χρηματοδότησης που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές ΜμΕ και ανέφερε στον κ. Χατζηθεοδοσίου ότι θα μελετήσει τα στοιχεία που του κατέθεσε ο πρόεδρος και θα ενημερώσει την Επιτροπή.
Να αλλάξουν οι όροι υπαγωγής των ΜμΕ στα προγράμματα του Ταμείου Ανάκαμψης
Ακολουθεί η τοποθέτηση του κ. Χατζηθεοδοσίου:
Το μείζον πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα, είναι αυτό της έλλειψης χρηματοδότησης.
Οι προϋποθέσεις για τραπεζικό δανεισμό είναι πάρα πολύ αυστηρές, κάτι που έχει οδηγήσει σε αποκλεισμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από τα χρηματοδοτικά «εργαλεία» των συστημικών τραπεζών, ενώ παρόμοια είναι η κατάσταση και για την πρόσβαση σε κοινοτικά χρηματοδοτικά προγράμματα.
Υποτίθεται πως θα υπήρχε μία στήριξη της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης όμως, όπως έχουμε διαπιστώσει στην πράξη, με το υφιστάμενο καθεστώς οι μικρότερες επιχειρήσεις δεν μπορούν να υπαχθούν σε κάποιο πρόγραμμα.
Αξίζει να αναφέρω ότι περισσότερα από 10 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης, κατευθύνθηκαν σε 350 επιχειρήσεις, στην πλειονότητα τους μεγάλες. Μόλις 1,5 δισ. κατέληξε σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Πρέπει όμως να ξεκαθαρίσω κάτι που έχει σχέση με τα ειδικά χαρακτηριστικά της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα και κυρίως με τις διαφορές που υπάρχουν συγκριτικά με άλλες οικονομίες χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μικρομεσαίες επιχειρήσεις συνήθως χαρακτηρίζονται όσες απασχολούν περίπου 200 εργαζομένους και μεγαλύτερες όσες απασχολούν περισσότερους. Στην Ελλάδα όμως το ποσοστό αυτού του μεγέθους των επιχειρήσεων είναι μόλις το 2%. Το υπόλοιπο 98% έχει πολύ λιγότερους εργαζόμενους.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι είναι ελάχιστες οι πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που πληρούν τα αυστηρά κριτήρια υπαγωγής τους σε κάποιο από τα χρηματοδοτικά προγράμματα του Ταμείου Ανάκαμψης.
Σε αυτό το σημείο επιτρέψτε μου μία διευκρίνιση. Ως φορέας δεν έχουμε καμία αντίρρηση να εξαιρεθούν από την όποια στήριξη οι χρεοκοπημένες επιχειρήσεις. Όμως αυτή τη στιγμή εκτιμάται ότι περίπου το 40% των μικρομεσαίων δεν αντιμετωπίζει κάποιο τόσο σοβαρό πρόβλημα βιωσιμότητας που να καθιστά επί της ουσίας ανέφικτη την οικονομική τους ενίσχυση μέσω του Ταμείου. Μόνο οι αυστηρές προϋποθέσεις που έχουν τεθεί εξ αρχής.
Αυτή ακριβώς η αντιμετώπιση που έχουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα και η προνομιακή μεταχείριση των μεγαλύτερων σε μέγεθος επιχειρήσεων, οδηγεί σε δημιουργία συνθηκών αθέμιτου ανταγωνισμού και σε σχηματισμό καρτέλ από τις λίγες μεγάλες και πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν ανοιχτό το δρόμο της χρηματοδότησης. Ακόμα και αν δεν τους είναι τόσο απαραίτητη. Υπενθυμίζω ότι το Ταμείο Ανάκαμψης δημιουργήθηκε για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκάλεσε η πανδημία στις ευρωπαϊκές οικονομίες. Και από τους μεγαλύτερους πληγέντες είναι σίγουρα οι μικρές, πολύ μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις καθώς μετά από κρατική εντολή, αναγκάστηκαν να κλείσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος ρευστότητας έχουμε απευθύνει πολλές προς την κυβέρνηση επίσημο αίτημα με το οποίο ζητάμε να αλλάξουν οι όροι υπαγωγής στα προγράμματα του Ταμείου Ανάκαμψης, προκειμένου περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις να αποκτήσουν πρόσβαση στους κοινοτικούς πόρους.
Αντί λοιπόν κάποιες ελάχιστες μεγάλες επιχειρήσεις να στηρίζονται με εκατομμύρια ευρώ, να δοθεί η δυνατότητα ενίσχυσης σε μικρότερες με πολύ χαμηλότερα ποσά, της τάξης των 100.000, 200.000 ή 500.000 ευρώ.
Για να στηρίξουμε τις θέσεις μας αναθέσαμε πριν από έναν χρόνο στην Εταιρεία DIADIKASIABUSINESS CONSULTING ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Α.Ε. να εκπονήσει τη μελέτη «Βελτίωσης προσβασιμότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης», την οποία και θα σας αποστείλω άμεσα.
Από τη μελέτη αυτή προκύπτουν εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία που δικαιώνουν όσα υποστηρίζουμε σχετικά με τον αποκλεισμό των μικρομεσαίων από τα χρηματοδοτικά προγράμματα.
Ενδεικτικά αναφέρω:
Από την εξέταση των στοιχείων που παρουσιάστηκαν ανωτέρω προκύπτει ότι η συμμετοχή των ΜμΕ, που αποτελούν και τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, στο χρηματοδοτικό μηχανισμό του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι μικρή. Οι προϋποθέσεις και οι απαιτήσεις του προγράμματος αποτελούν τροχοπέδη στην ενίσχυση της επενδυτικής τους δραστηριότητας και πλέον έχει καταστεί σαφές ότι απαιτούνται διορθωτικές κινήσεις και παρεμβάσεις.
Ο αποκλεισμός από το πρόγραμμα των μικρών τραπεζών που σε πολλές περιπτώσεις έχουν πιο άμεση σχέση με τις πολύ μικρές επιχειρήσεις και καλύτερη εικόνα για τις πραγματικές ανάγκες τους, αποτελεί ανασχετικό παράγοντα στην απορρόφηση πόρων από τις τελευταίες καθώς και εστία παραπόνων για τους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Μία άλλη αποτρεπτική παράμετρος, είναι η διαδικασία που απαιτείται για την υπαγωγή κάποιου ενδιαφερομένου στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Πιο συγκεκριμένα, η επιχείρηση οφείλει να παράξει και να υποβάλει επιχειρηματικό πλάνο μεγάλης πολυπλοκότητας και υψηλών απαιτήσεων το οποίο περιλαμβάνει μελλοντικό αναλυτικό ισολογισμό, κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης καθώς και πρόβλεψη μελλοντικών ταμειακών ροών για την επιχείρηση ως οντότητα αλλά επιπροσθέτως και ειδικώς όλα τα ανωτέρω και για το υποθετικό σενάριο λειτουργίας μόνο με τις επενδύσεις μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης. Γίνεται σαφές ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο μία μικρομεσαία επιχείρηση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του προγράμματος χωρίς την συμβολή εξωτερικού εξειδικευμένου συμβούλου. Κάτι όμως που προϋποθέτει ένα σημαντικό κόστος που μπορεί να ανέλθει σε αρκετές χιλιάδες ευρώ (αμοιβές εξωτερικού συμβούλου για την υποβολή της αίτησης, περιβαλλοντολόγου για την εκπόνηση μελέτης, ανεξάρτητου ελεγκτή κ.λπ.).
Παρόμοια είναι η κατάσταση και με την απορρόφηση των πόρων του ΕΣΠΑ. Το 73% των μικρομεσαίων απασχολούν έως 3 άτομα προσωπικό, οπότε εξαιρούνται. Όπως προκύπτει από σχετικές έρευνες, μόλις το 6,5% των επιχειρήσεων μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτά τα κονδύλια. Από την στιγμή που πρόκειται για πόρους που σε ένα μεγάλο ποσοστό δεν επιστρέφονται και που χρησιμεύουν για τον εκσυγχρονισμό των ωφελούμενων, εύκολα διαπιστώνει κάποιος ότι την ευκαιρία αυτή την αποκτούν και πάλι οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Έχουν σαφές προβάδισμα δηλαδή σε μία σειρά από κρίσιμες διαδικασίες για το επιχειρείν, όπως ο ψηφιακός μετασχηματισμός και η πράσινη μετάβαση. Πρόκειται για άλλο ένα σκέλος της δημιουργίας αθέμιτου ανταγωνισμού στην αγορά.
Ως Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών έχουμε τονίσει προς κάθε κατεύθυνση ότι αυτό που ζητάμε είναι μία ισόρροπη οικονομία. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνεχιστεί ο αποκλεισμός των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από τους κοινοτικούς πόρους. Οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές για την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Η Δημοκρατία πρέπει να εφαρμοστεί και στο οικονομικό περιβάλλον και να σταματήσει η εξόφθαλμη στήριξη μόνο των μεγάλων και πολύ μεγάλων επιχειρήσεων.