«Μια μεγάλη συζήτηση για τις αυξήσεις στα ασφάλιστρα Υγείας έχει ανοίξει από τις αρχές του έτους και, δυστυχώς, αν δεν υπάρξουν συναινετικές προσεγγίσεις, δεν πρόκειται να κλείσει ποτέ».
Αυτό υπογραμμίζει σε δήλωσή του ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, αναφερόμενος στις αυξήσεις ασφαλίστρων υγείας.
Όπως αναφέρει, πιο αναλυτικά, ο πρόεδρος στη δήλωσή του: «Πρόκειται για μια αλυσιδωτή κατάσταση: οι αυξήσεις ξεκινούν από τα ιδιωτικά νοσοκομεία, μεταφέρονται στα κοστολόγια των ασφαλιστικών εταιρειών και καταλήγουν στους ασφαλισμένους, οι οποίοι -και δικαίως- δυσανασχετούν.
Ως Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών τολμήσαμε να πάρουμε θέση υπέρ λελογισμένων και συγκρατημένων αυξήσεων στα ασφάλιστρα, διότι δεν είναι δυνατόν ο καταναλωτής, ο ασφαλισμένος στην ιδιωτική Υγεία, να οδηγείται σε διακοπή του ασφαλιστικού του συμβολαίου. Το αποτέλεσμα της παρέμβασής μας ήταν η κυβέρνηση να κινηθεί -έστω περιορισμένα- στο ζήτημα των ισόβιων συμβολαίων, οδηγώντας τις ασφαλιστικές εταιρείες σε μερική συγκράτηση των ανατιμήσεων, στο ήμισυ εκείνων που δικαιολογούσαν τα αυξημένα κόστη νοσηλείας. Όμως αυτό δεν έλυσε το πρόβλημα.
Οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν είναι κοινωφελή ιδρύματα. Δεν μπορούν να απορροφούν επ’ αόριστον τις αυξήσεις των νοσηλίων, προκειμένου να μην τις μεταφέρουν στους ασφαλισμένους. Αν το κάνουν, απειλούνται με ζημίες· αν δεν το κάνουν, αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο μαζικής φυγής ασφαλισμένων, μείωσης νέων εργασιών και εντέλει συρρίκνωσης του κλάδου. Αυτό είναι κάτι που οφείλουμε να αποτρέψουμε.
Η ιδιωτική Υγεία είναι απολύτως απαραίτητη. Η δημόσια Υγεία δεν μπορεί να καλύψει τον όγκο των ιατρικών αναγκών του πληθυσμού. Γι’ αυτό και απαιτείται συνδυασμός δυνάμεων και ρεαλιστική συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Ας ξεκινήσει μια νέα προσπάθεια
Η Πολιτεία οφείλει να αναλάβει ουσιαστικό ρόλο, να ενισχύσει τη συνεργασία ιδιωτικού και δημόσιου τομέα και να φέρει χειροπιαστά αποτελέσματα για τους πολίτες. Αυτό σημαίνει ανάληψη ευθύνης για την τρέχουσα κατάσταση και όχι υπεκφυγές.
Είναι αδιανόητο να παρατηρείται, με ανοχή της Πολιτείας, το φαινόμενο όπου μια εγχείρηση στην Ελλάδα κοστίζει 7.500 ευρώ, όταν σε άλλες χώρες το αντίστοιχο κόστος είναι 5.500 ή και 3.500 ευρώ. Εξίσου αδιανόητο είναι το γεγονός ότι δύο επιχειρηματικοί όμιλοι ελέγχουν περίπου το 80% της ιδιωτικής Υγείας, κατάσταση που αγγίζει τα όρια του ολιγοπωλίου.
Άρα, υπάρχει πεδίο για ουσιαστική πολιτική δράση. Η κυβέρνηση πρέπει να έχει τη βούληση να ανοίξει τον χώρο της Υγείας σε νέες επενδύσεις, ενισχύοντας τον ανταγωνισμό, με τη δημιουργία νέων μονάδων από νέους παρόχους.
Μέχρι να υλοποιηθεί αυτό, είναι επιτακτική η ανάγκη για συστηματικό έλεγχο στις χρεώσεις των ιδιωτικών νοσοκομείων προς τις ασφαλιστικές. Πρέπει να διαλυθούν οι σκιές αδιαφάνειας και να αναδειχθούν οι πραγματικές χρεώσεις που επιβάλλονται -τόσο στους ιδιώτες όσο και στις ασφαλιστικές- καθώς είναι ευρέως γνωστό ότι υπάρχει μεγάλη ανομοιομορφία.
Στο μεσοδιάστημα, η Πολιτεία πρέπει να εφαρμόσει ένα ενιαίο μοντέλο χρέωσης, παρόμοιο με εκείνο που ισχύει στον ΕΟΠΥΥ. Οι ίδιες χρεώσεις που ισχύουν για τον δημόσιο φορέα θα πρέπει να ισχύσουν και για τα ασφαλιστικά προγράμματα. Διαφορετικά, το πρόβλημα που απασχολεί την αγορά δεν θα λυθεί ποτέ.
Η συγκράτηση των ασφαλίστρων Υγείας προϋποθέτει μείωση των νοσηλίων που χρεώνουν τα ιδιωτικά νοσοκομεία.
Μέσα στη χρονιά θα οριστεί και ο νέος Δείκτης Υγείας, αλλά από μόνος του δεν αρκεί. Χρειάζεται στοχευμένη κυβερνητική παρέμβαση, αλλιώς δεν θα υπάρξει η σταθερότητα που απαιτείται για να ισορροπήσει η αγορά.
Η κυβέρνηση οφείλει να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο το θέμα των χρεώσεων των ιδιωτικών νοσοκομείων, όσο ισχυρές κι αν είναι οι επιχειρήσεις που πρέπει να ελέγξει.
Σε αυτή τη “μάχη” δεν είναι μόνη της. Έχει στο πλευρό της τόσο τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές όσο και τις ασφαλιστικές εταιρείες, που έχουν κοινή γραμμή: τη μείωση των νοσηλίων ως αναγκαία προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα του συστήματος Υγείας και ασφάλισης στη χώρα μας».