Στην καταγραφή των έκτακτων μέτρων που έχει λάβει η ΕΚΤ στα οποία περιλαμβάνεται και η κατ΄εξαίρεση συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ΡΕΡΡ αναφέρθηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Στουρνάρας μιλώντας στο πέμπτο συνέδριο προσομοίωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Ειδικότερα, ο κ. Στουρνάρας αναφερόμενος στη συνεισφορά του προγράμματος ΡΕΡΡ για την εξομάλυνση των συνθηκών ρευστότητας κατά την κρίση της πανδημίας ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι: «Το πρόγραμμα αυτό επιστρατεύτηκε άμεσα μετά την εμφάνιση της πανδημίας και, όπως έχει ανακοινωθεί στις 10 Δεκεμβρίου 2020, οι καθαρές μηνιαίες αγορές θα διαρκέσουν τουλάχιστον έως τον Μάρτιο του 2022 και πάντως μέχρι να κρίνουμε ότι η κρίση της πανδημίας έχει παρέλθει. Θεωρείται πολύ αποτελεσματικό στη συγκράτηση της ανόδου, λόγω υψηλής αβεβαιότητας, των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων και των μεταξύ τους αποκλίσεων. Ταυτόχρονα διασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ.
Ολόκληρη η ομιλία του κ. Στουρνάρα:
“Είναι ιδιαίτερη χαρά για εμένα να βρίσκομαι σήμερα εδώ και να απευθύνω τον χαιρετισμό στην έναρξη του πέμπτου Συνεδρίου Προσομοίωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Θέλω να ευχαριστήσω όλους τους συμμετέχοντες και συμμετέχουσες, για το ενδιαφέρον που δείχνουν για τη λειτουργία και τις δράσεις της κεντρικής τράπεζας, και την ομάδα φοιτητών “Get Involved” για την άψογη διοργάνωση του συνεδρίου.
Θα ήθελα να αρχίσω με τη διαπίστωση ότι η πανδημία, δύο χρόνια μετά την εμφάνισή της, συνεχίζει να απειλεί ζωές, να προκαλεί υψηλή αβεβαιότητα, και να επηρεάζει την κοινωνική ευημερία όλων των πολιτών παγκοσμίως. Βεβαίως, η πρόοδος στους εμβολιασμούς αποτελεί κύριο ανασταλτικό παράγοντα στη μετάδοση της πανδημίας και συνέβαλε στην άρση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης και την επανεκκίνηση της οικονομίας.
Ωστόσο, δεν μπορούμε ακόμα να πούμε με σιγουριά ότι έχουμε γυρίσει σελίδα. Ο κίνδυνος εμφάνισης σοβαρών μεταλλάξεων, όπως η “όμικρον” με την οποία βρισκόμαστε αντιμέτωποι την τρέχουσα περίοδο, παραμένει υψηλός και ενδέχεται να οδηγήσει σε νέα κύματα της πανδημίας, με σοβαρές επιπτώσεις στην κοινωνία, αλλά και στην παγκόσμια οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της ζώνης του ευρώ.
Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εφησυχάζουμε. Όλοι οι αρμόδιοι φορείς χρειάζεται να είναι σε εγρήγορση για την αποτελεσματική διαχείριση των συνεπειών της πανδημίας. Είναι απαραίτητο να συνεχίσουν να λαμβάνουν μέτρα για την αποκατάσταση της οικονομικής ευημερίας και να προάγουν την κοινωνική συνοχή για όλους τους πολίτες της ζώνης του ευρώ.
Όσον αφορά τη νομισματική πολιτική, θέλω να τονίσω ότι το Ευρωσύστημα είναι πλέον καλύτερα προετοιμασμένο, σε σχέση με το παρελθόν, να εκπληρώνει την πρωταρχική εντολή που του έχει ανατεθεί: να διατηρεί τη σταθερότητα των τιμών, ώστε να διασφαλίζει την αξία του ευρώ και να ενισχύει την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Τον περασμένο Ιούλιο ολοκληρώσαμε στο Διοικητικό Συμβούλιο την επανεξέταση της στρατηγικής της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Κατά την επανεξέταση, η οποία είχε αρχίσει τον Ιανουάριο του 2020, ελήφθησαν υπόψη οι θεμελιώδεις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον από την προηγούμενη επανεξέταση της στρατηγικής το 2003. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται η μείωση του αποκαλούμενου “φυσικού επιτοκίου” (natural rate of interest) που περιορίζει τα περιθώρια άσκησης της συμβατικής πολιτικής των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες, καθώς και η επιβράδυνση της παραγωγικότητας και η μείωση του ενεργού πληθυσμού λόγω της συνεχιζόμενης γήρανσης του πληθυσμού. Επίσης εξελίξεις όπως η κλιματική αλλαγή, η παγκοσμιοποίηση, ο ταχύς ψηφιακός μετασχηματισμός και η άνθηση των ψηφιακών νομισμάτων, επηρεάζουν τη λειτουργία των αγορών και τη διαμόρφωση των τιμών, θέτοντας νέες προκλήσεις για τις κεντρικές τράπεζες.
Στη διάρκεια των διαβουλεύσεων του Διοικητικού Συμβούλιου τέθηκαν υπόψη μας πολλές αναλύσεις και μελέτες που προετοιμάσθηκαν από ομάδες εργασίας του Ευρωσυστήματος. Οι εργασίες αυτές έχουν δημοσιευθεί σε μια σειρά Occasional Papers της ΕΚΤ και σας προτρέπω να τις μελετήσετε, καθώς εξετάζουν πληθώρα θεμάτων που συνδέονται με την άσκηση της νομισματικής πολιτικής.
Επιπλέον, η ΕΚΤ και όλες οι εθνικές κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος, στην προσπάθειά τους να αφουγκραστούν τις απόψεις και τις προσδοκίες του ευρέος κοινού, πραγματοποίησαν εκδηλώσεις με τη συμμετοχή εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών. Στην Τράπεζα της Ελλάδος είχαμε την ευκαιρία στο Συνέδριο Προσομοίωσης τον Δεκέμβριο του 2020 να μάθουμε τη γνώμη των συμμετεχόντων σε μία σειρά ερωτημάτων για τις τιμές, την οικονομία και τις προσδοκίες τους από την κεντρική τράπεζα. Επίσης, τον Φεβρουάριο του 2021 διοργανώσαμε την εκδήλωση “η Τράπεζα της Ελλάδος σάς ακούει”, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι κοινωνικών φορέων με στόχο τον διάλογο για τα θέματα που τους απασχολούν και την καλύτερη κατανόηση του ρόλου της νομισματικής πολιτικής. Η σύνοψη όλων των τοποθετήσεων συνεκτιμήθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο κατά την επανεξέταση της στρατηγικής της ΕΚΤ.
Η νέα στρατηγική θέτει τις βασικές αρχές που μας καθοδηγούν στη διαμόρφωση της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής για να μπορούμε να ανταποκρινόμαστε πιο αποτελεσματικά σε διάφορες περιστάσεις ώστε να εκπληρώνουμε τον πρωταρχικό μας στόχο της σταθερότητας των τιμών. Ταυτόχρονα, η στρατηγική παρέχει ένα σαφές και σταθερό σημείο αναφοράς για τη διαμόρφωση των προσδοκιών των καταναλωτών και επιχειρήσεων για το μελλοντικό επίπεδο των τιμών, ώστε να παίρνουν τις καλύτερες δυνατές αποφάσεις που αφορούν τη δραστηριότητά τους.
Θα αναφερθώ τώρα στα πιο ουσιαστικά συμπεράσματα που προέκυψαν από την επανεξέταση.
Αρχικά, η νέα στρατηγική καθορίζει ότι η σταθερότητα των τιμών διατηρείται καλύτερα με την επιδίωξη στόχου για τον πληθωρισμό ίσο με 2% μεσοπρόθεσμα. Σε σύγκριση με τη διατύπωση που ίσχυε ως τώρα που στόχευε σε πληθωρισμό κάτω, αλλά πλησίον του 2%, η νέα προσέγγιση καθιστά πλέον σαφές ότι το 2% δεν αποτελεί το ανώτατο επίπεδο το οποίο θεωρείται αποδεκτό για τον πληθωρισμό, αλλά τον συμμετρικό στόχο μας. Οι αποκλίσεις του πληθωρισμού από τον στόχο αυτό, τόσο οι αρνητικές, όσο και οι θετικές, είναι εξίσου ανεπιθύμητες.
Ο επαναπροσδιορισμός της σταθερότητας των τιμών αντανακλά την ανάγκη να τίθεται ένα αρκετά μεγάλο θετικό περιθώριο για το επίπεδο του πληθωρισμού που θεωρείται επιθυμητό. Τα διδάγματα που αποκομίσθηκαν από τις πρόσφατες κρίσεις, ενισχύουν την ανάγκη να καθορίζεται υψηλότερος στόχος για τον πληθωρισμό, ώστε να παρέχει μεγαλύτερο χώρο στη νομισματική πολιτική για μειώσεις επιτοκίων σε περίπτωση αποπληθωριστικών πιέσεων και να αποφεύγονται επεισόδια όπου τα ονομαστικά επιτόκια περιορίζονται από το κατώτατο όριο (effective lower bound). Επιπλέον παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό του στόχου του πληθωρισμού είναι οι διαφορές στο επίπεδο πληθωρισμού μεταξύ των χωρών, οι δυσκαμψίες στην προσαρμογή των ονομαστικών μισθών προς τα κάτω, και η μεροληψία στον τρόπο μέτρησης του δείκτη μέτρησης των τιμών καταναλωτή (Harmonised Index of Consumer Prices – HICP).
Η υιοθέτηση συμμετρικού στόχου συνδράμει στην ορθή διαμόρφωση των προσδοκιών για τα μελλοντικά επίπεδα των επιτοκίων πολιτικής και του πληθωρισμού. Η αντίληψη που επικρατούσε παλιότερα ήταν ότι η ΕΚΤ ασκούσε πιο αυστηρή νομισματική πολιτική σε προς τα πάνω αποκλίσεις του πληθωρισμού από τον στόχο, ενώ αντίθετα, αντιδρούσε με άτολμα βήματα και καθυστέρηση στις προς τα κάτω αποκλίσεις. Στην τωρινή στρατηγική, υπογραμμίζουμε ότι τόσο η συνεχής άνοδος, όσο και η παρατεταμένη πτώση των τιμών, πρέπει να περιορίζονται άμεσα και στον μέγιστο δυνατό βαθμό.
Επίσης, στη νέα στρατηγική αναγνωρίζουμε ότι όταν η οικονομία λειτουργεί κοντά στο κατώτατο όριο των ονομαστικών επιτοκίων, απαιτείται ιδιαίτερα σθεναρή ή επίμονη χρήση μέτρων νομισματικής πολιτικής προκειμένου να αποτραπεί η παγίωση αρνητικών αποκλίσεων από τον στόχο για τον πληθωρισμό. Αυτό ενδέχεται να συνεπάγεται επίσης μια μεταβατική περίοδο κατά την οποία ο πληθωρισμός διαμορφώνεται μετρίως πάνω από τον στόχο του 2%.
Ως εκ τούτου, παρόλο που επιβεβαιώνεται ότι η πολιτική των επιτοκίων εξακολουθεί να αποτελεί το πρωταρχικό μέσο άσκησης νομισματικής πολιτικής, επιπρόσθετα εργαλεία νομισματικής πολιτικής χρησιμοποιούνται από την ΕΚΤ όταν κρίνεται απαραίτητο. Τέτοια εργαλεία αποτελούν η παροχή ενδείξεων σχετικά με τη μελλοντική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής, οι αγορές στοιχείων ενεργητικού και οι πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης.
Στις προηγούμενες κρίσεις, αλλά και την περίοδο της πανδημίας, η ΕΚΤ κατέφυγε σε έκτακτα, λιγότερο συμβατικά, μέτρα, καθώς τα επιτόκια της νομισματικής πολιτικής είχαν φθάσει σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα. Να σας θυμίσω ότι τα τωρινά επίπεδα των επιτοκίων της ΕΚΤ έχουν διαμορφωθεί από το Mάρτιο του 2016 στο μηδέν για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης και από τον Ιούνιο του 2014 σε αρνητικά επίπεδα για τις καταθέσεις που διατηρούν τα πιστωτικά ιδρύματα στις εθνικές κεντρικές τράπεζες. Ο συνδυασμός των μέτρων που λήφθηκαν ήταν ιδιαίτερα επιτυχής, καθώς έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην αύξηση του πληθωρισμού και στην οικονομική ανάπτυξη, από τα πολύ χαμηλά επίπεδα που είχαν διαμορφωθεί.
Τα μέτρα αυτά συνεχίζουν να εφαρμόζονται έως σήμερα με σκοπό να ενισχύουν την οικονομική ανάπτυξη και να στηρίζουν τη σταθεροποίηση του πληθωρισμού σε επίπεδα συνεπή με τον στόχο. Επιπλέον, καταφέρνουν να διατηρούν ομαλές χρηματοπιστωτικές συνθήκες για όλες τις οικονομίες της ζώνης του ευρώ, να εξασφαλίζουν ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης και να διαφυλάσσουν τη ροή πιστώσεων προς κάθε τομέα της οικονομίας.
Συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ιδιαίτερο ρόλο για την εξομάλυνση των χρηματοοικονομικών διαταραχών και την ενίσχυση της νομισματικής χαλάρωσης έπαιξαν οι αγορές τίτλων από το Ευρωσύστημα στο πλαίσιο του έκτακτου, λόγω πανδημίας, προγράμματος αγοράς τίτλων (Pandemic Emergency Purchase Programme – PEPP). Το πρόγραμμα αυτό επιστρατεύτηκε άμεσα μετά την εμφάνιση της πανδημίας και, όπως έχει ανακοινωθεί στις 10 Δεκεμβρίου 2020, οι καθαρές μηνιαίες αγορές θα διαρκέσουν τουλάχιστον έως τον Μάρτιο του 2022 και πάντως μέχρι να κρίνουμε ότι η κρίση της πανδημίας έχει παρέλθει. Θεωρείται πολύ αποτελεσματικό στη συγκράτηση της ανόδου, λόγω υψηλής αβεβαιότητας, των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων και των μεταξύ τους αποκλίσεων. Ταυτόχρονα διασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ.
Η αποτελεσματικότητα του προγράμματος οφείλεται κυρίως στην πρωτοποριακή ευελιξία στη σύνθεση των αγορών τίτλων από το Ευρωσύστημα. Η αξία των τίτλων που αγοράζονται μπορεί να διακυμαίνεται διαχρονικά ανάλογα με τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες. Επιπροσθέτως, υπάρχει η δυνατότητα η κατανομή των αγορών των τίτλων του δημόσιου τομέα να αποκλίνει προσωρινά από την κλείδα συμμετοχής κάθε εθνικής κεντρικής τράπεζας στο μετοχικό κεφάλαιο της ΕΚΤ (η οποία υπολογίζεται ανάλογα με το μέγεθος της οικονομίας της χώρας της).
Στο έκτακτο πρόγραμμα PEPP χορηγήθηκε στους τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου παρέκκλιση από τις απαιτήσεις ελάχιστης πιστοληπτικής διαβάθμισης, που ισχύουν στο τακτικό πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων (Public Sector Purchase Programme – PSPP), πράγμα που συντέλεσε στον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας στις χρηματοπιστωτικές συνθήκες στην Ελλάδα.
Κατά την διάρκεια της πανδημίας, εξακολουθούν να εφαρμόζονται τα μέτρα που είχαν υιοθετηθεί πριν την έναρξή της. Ειδικότερα, συνεχίζονται οι καθαρές αγορές τίτλων στο πλαίσιο του τακτικού διευρυμένου προγράμματος (Asset Purchase Programme – APP), που υιοθετήθηκε το 2015 ως απάντηση στην τότε χρηματοπιστωτική κρίση. Το μεγαλύτερο μερίδιο των αγορών αποτελείται από κρατικά ομόλογα υπό το πρόγραμμα PSPP. Σύμφωνα με την απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, οι καθαρές μηνιαίες αγορές θα διενεργούνται για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται αναγκαίο για να υποστηρίζουν τη διευκολυντική κατεύθυνση της πολιτικής των επιτοκίων και θα τερματιστούν λίγο πριν αποφασίσουμε στο Διοικητικό Συμβούλιο ότι είναι απαραίτητο να αυξήσουμε τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ.
Παράλληλα, το Ευρωσύστημα παρέχει άφθονη ρευστότητα στις τράπεζες μέσω των πράξεων νομισματικής πολιτικής. Ειδικά, η τρίτη σειρά των Στοχευμένων Πράξεων Μακροπρόθεσμης Αναχρηματοδότησης (Targeted Long-Term Refinancing Operations – TLTRO III) διεξάγονται με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους προκειμένου να στηρίζουν τη χορήγηση τραπεζικών δανείων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά και να εξασφαλίζουν χαμηλό κόστος δανεισμού για τον ιδιωτικό τομέα. Για τη διευκόλυνση των τραπεζών να συμμετέχουν στις πράξεις αναχρηματοδότησης, στις 7 Απρίλιου του 2020 αποφασίσθηκε ότι οι προϋποθέσεις για την επιλεξιμότητα των τίτλων που δίνονται από τις τράπεζες ως εξασφαλίσεις στις πράξεις αναχρηματοδότησης θα είναι λιγότερο αυστηρές, καθώς και ότι τα ελληνικά κρατικά ομόλογα θα γίνονται αποδεκτά στις πράξεις νομισματικής πολιτικής ως ενέχυρο.
Αναλυτικά, η αξία των χρεογράφων που διακρατούνται από το Ευρωσύστημα στο πλαίσιο του APP και του PEPP ξεπερνά, στο τέλος του Νοεμβρίου 2021, τα 4,6 τρισεκατομμύρια ευρώ. Αντίστοιχα, το συνολικό ύψος παροχής ρευστότητας μέσω των πράξεων αναχρηματοδότησης διαμορφώνεται στα 2,2 τρισεκατομμύρια ευρώ. Ως εκ τούτου, ο ισολογισμός του Ευρωσυστήματος έχει διαμορφωθεί από περίπου 4,7 τρισεκατομμύρια ευρώ στις αρχές του 2020 σε σχεδόν 8,5 τρισεκατομμύρια ευρώ το Νοέμβριο (την ίδια περίοδο, ο ισολογισμός της Τράπεζας της Ελλάδος έχει αυξηθεί από περίπου 110 δισεκατομμύρια ευρώ σε περίπου 230 δισεκατομμύρια ευρώ).
Για να συνοψίσω, κατά τις συζητήσεις για τη στρατηγική κρίθηκε σκόπιμο να αξιοποιήσουμε τα διδάγματα που αποκομίσαμε από τις προηγούμενες κρίσεις και να αναγνωρίσουμε την αποτελεσματικότητα της άμεσης και ουσιαστικής νομισματικής παρέμβασης μέσω των λιγότερο συμβατικών εργαλείων. Για αυτό και στην αναδιατύπωση της στρατηγικής, αναφέρεται ότι, σε αναγνώριση του κατώτατου ορίου για τα επιτόκια πολιτικής, το Διοικητικό Συμβούλιο θα χρησιμοποιεί τα εργαλεία αυτά κατά περίπτωση, θα συνεχίσει να αντιδρά με ευέλικτο τρόπο σε νέες προκλήσεις και θα εξετάζει νέα μέσα πολιτικής όταν κρίνεται απαραίτητο.
Οι αποφάσεις της νομισματικής πολιτικής στηρίζονται στην αξιολόγηση των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών εξελίξεων με την ταυτόχρονη αξιοποίηση δύο αλληλεξαρτώμενων αναλύσεων. Πρώτον, η οικονομική ανάλυση, η οποία επικεντρώνεται στις μακροοικονομικές προβολές, αλλά εμπλουτίζεται με νέου τύπου δεδομένα και βελτιωμένα μακροοικονομικά υποδείγματα που περιλαμβάνουν τις επιδράσεις της δημογραφικής εξέλιξης, της κλιματικής αλλαγής, της παγκοσμιοποίησης και του ψηφιακού μετασχηματισμού. Δεύτερον, η νομισματική και χρηματοπιστωτική ανάλυση, η οποία δίνει έμφαση στη λειτουργία του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής και προσδίδει ιδιαίτερο ρόλο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Μετά την ολοκλήρωση της επανεξέτασης της στρατηγικής, στο ανανεωμένο δελτίο τύπου των αποφάσεων της συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου στις 22 Ιούλιου 2021, αναδιατυπώσαμε την παροχή ενδείξεων σχετικά με τη μελλοντική εξέλιξη των επιτοκίων της ΕΚΤ (forward guidance). Ειδικότερα, σε συμφωνία με την νέα στρατηγική, για να στηρίξουμε τον συμμετρικό στόχο για πληθωρισμό 2%, αποφασίσαμε ότι τα βασικά επιτόκια θα παραμείνουν στα τωρινά, ή σε χαμηλότερα, επίπεδα, έως ότου ικανοποιηθούν οι ακόλουθες συνθήκες: Να διαπιστώσουμε ότι ο πληθωρισμός φθάνει το 2% πολύ πριν το τέλος του χρονικού ορίζοντα προβολής και με διάρκεια κατά το υπόλοιπο του υπό εξέταση ορίζοντα, και να κρίνουμε ότι η πορεία του υποκείμενου πληθωρισμού έχει σημειώσει επαρκή πρόοδο που να είναι συμβατή με τη σταθεροποίηση του πληθωρισμού στο 2% μεσοπρόθεσμα. Επισημάνθηκε ότι αυτό μπορεί επίσης να συνεπάγεται μία μεταβατική περίοδο κατά την οποία ο πληθωρισμός διαμορφώνεται σε επίπεδο μετρίως υψηλότερο από τον στόχο.
Για να είναι επιτυχής η μακροοικονομική σταθεροποίηση, η νομισματική πολιτική χρειάζεται να συνεχίσει να συμπληρώνεται με στοχευμένα και συντονισμένα δημοσιονομικά μέτρα. Η νέα στρατηγική αναγνωρίζει τη σημασία της άσκησης αντι-κυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής που να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής. Αξίζει σε αυτό το σημείο να υπογραμμιστεί η πρωτοφανής κοινή δράση των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ανάσχεση της πανδημίας και τη στήριξη της οικονομίας.
Οι κυριότερες πρωτοβουλίες περιλαμβάνουν την παροχή της μέγιστης δυνατής δημοσιονομικής ευελιξίας που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και τη συμφωνία για το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο. Παράλληλα, ενεργοποιήθηκαν προγράμματα υποστήριξης για τους εργαζόμενους (μέσω του εργαλείου Support to mitigate Unemployment Risks in an Emergency – SURE), τις επιχειρήσεις (με τη δημιουργία πανευρωπαϊκού ταμείου παροχής δανείων, με έμφαση στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις) και τα κράτη-μέλη (με κυρίαρχο μέτρο τη δημιουργία του αναπτυξιακού ταμείου Next Generation EU – NGEU). Τα κεφάλαια του ταμείου ανάκαμψης NGEU μπορούν να χρησιμοποιηθούν για δάνεια και επιχορηγήσεις προς τις κυβερνήσεις για δράσεις αναπτυξιακές, με σημαντικότερες αυτές που αφορούν τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, την εξοικονόμηση ενέργειας, την ψηφιοποίηση του δημόσιου τομέα και της οικονομίας γενικότερα, καθώς και τη θωράκιση του τομέα της υγείας.
Αναγνωρίζοντας την ανάγκη αντιμετώπισης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, η Ευρωπαϊκή Ένωση, πέρα από τα κονδύλια που προβλέπονται στο πρόγραμμα NGEU, έχει θέσει στόχο να πετύχει κλιματική ουδετερότητα έως το 2050. Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία ήδη από το 2019 καθορίζει πολιτικές για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, όπως δράσεις μετριασμού της ανόδου της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη και μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Ως ενδιάμεσος στόχος έχει καθοριστεί η ανάληψη μίας δέσμης προτάσεων για τη μείωση των εκπομπών κατά τουλάχιστον 55% έως το 2030 (Fit for 55).
Απέναντι στην πρόκληση της κλιματικής αλλαγής, οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούσαν να μείνουν ουδέτερες, παρόλο που η κλιματική αλλαγή εμπίπτει κυρίως στην αρμοδιότητα των κυβερνήσεων. Η κλιματική αλλαγή αποτελεί σημαντική πρόκληση για τη σταθερότητα των τιμών μέσω δύο καναλιών. Πρώτον, μέσω των φυσικών κινδύνων, καθώς τα συχνότερα και πιο ακραία καιρικά φαινόμενα επηρεάζουν την παραγωγική διαδικασία και την προσφορά αγαθών, με επιδράσεις στη διαμόρφωση των τιμών. Δεύτερον, λόγω των αναγκαίων προσαρμογών που σχετίζονται με τις πολιτικές μετάβασης σε μία οικονομία χαμηλών εκπομπών, ενδέχεται να αυξηθεί το κόστος παραγωγής και να υπάρξουν διαρθρωτικές μεταβολές που επιδρούν στην προσφορά και τη ζήτηση, και εν τέλει στις τιμές.
Κατά την επανεξέταση της στρατηγικής μας, στο Διοικητικό Συμβούλιο εντάξαμε ένα φιλόδοξο σχέδιο δράσης που σχετίζεται με το κλίμα. Με αυτό το σχέδιο δράσης, το Ευρωσύστημα αποσκοπεί, με την επιφύλαξη του πρωταρχικού στόχου της σταθερότητας των τιμών, να διασφαλίσει ότι λαμβάνει πλήρως υπόψη τον αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής στο πλαίσιο άσκησης της νομισματικής πολιτικής του.
Συνοπτικά, προβλέπονται τα ακόλουθα ορόσημα στην πορεία μας προς την ενσωμάτωση των παραμέτρων της κλιματικής αλλαγής.
Πρώτον, συγκεντρώνουμε τα απαραίτητα δεδομένα για την ανάλυση των κινδύνων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Επίσης, προσαρμόζουμε τα μακροοικονομικά υποδείγματα, ώστε να λαμβάνουν υπόψη τις συνέπειες που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή.
Δεύτερον, εξετάζουμε την έκθεση του ισολογισμού μας, καθώς και του ισολογισμού των εποπτευόμενων τραπεζών, σε κλιματικούς κινδύνους. Ήδη πραγματοποιήσαμε μία άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σχετικά με την κλιματική αλλαγή για το σύνολο της οικονομίας, η οποία έδειξε ότι το κόστος των τραπεζών και των επιχειρήσεων για την ταχεία προσαρμογή σε πράσινες πολιτικές είναι πολύ χαμηλότερο από το κόστος της αδράνειας και της αντιμετώπισης σοβαρών φυσικών καταστροφών στο μέλλον. Παράλληλα, θα θεσπίσουμε απαιτήσεις δημοσιοποίησης στοιχείων από τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις που εκδίδουν τίτλους, ώστε οι τίτλοι αυτοί να μπορούν να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής και στις αγορές τίτλων του ιδιωτικού τομέα. Ακόμα, αξιολογούμε κατά πόσο οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ενσωματώνουν κλιματικούς κινδύνους στις πιστοληπτικές διαβαθμίσεις που παρέχουν.
Τρίτον, θα εξετάσουμε το ενδεχόμενο να λαμβάνουμε υπόψη τους κλιματικούς κινδύνους στα κριτήρια αξιολόγησης των τίτλων που γίνονται αποδεκτοί ως εξασφαλίσεις στις πράξεις αναχρηματοδότησης των τραπεζών και στις αγορές τίτλων του ιδιωτικού τομέα. Επιπλέον, θα αρχίσουμε να δημοσιοποιούμε στοιχεία σχετικά με το κλίμα όσον αφορά τις αγορές τίτλων του επιχειρηματικού τομέα που διενεργούμε (Corporate Sector Purchase Programme – CSPP). Σημειώνεται ότι τον Φεβρουάριο του 2021 όλα τα μέλη του Ευρωσυστήματος υιοθετήσαμε κοινή στάση ως προς την εφαρμογή αρχών βιώσιμων και υπεύθυνων επενδύσεων στη διαχείριση των χαρτοφυλακίων μας που δεν σχετίζονται με τη νομισματική πολιτική.
Θα ήθελα επίσης να τονίσω ότι η Τράπεζα της Ελλάδος είναι μια από τις πρώτες κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως που ασχολήθηκαν με την κλιματική αλλαγή και τη βιωσιμότητα, έχοντας συγκροτήσει, ήδη από το 2009, την Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ). Η επιτροπή ΕΜΕΚΑ συμβάλλει ουσιαστικά στην έρευνα με στόχο την ανάδειξη των κινδύνων αλλά και των ευκαιριών που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή. Επιπλέον, η Τράπεζα της Ελλάδος συνέστησε το Κέντρο Κλιματικής Αλλαγής και Βιωσιμότητας με σκοπό το συντονισμό και την υλοποίηση των δράσεων της Τράπεζας αναφορικά με το κλίμα. Στο πλαίσιο της πρόσφατης Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (COP 26) στη Γλασκόβη, η Τράπεζα της Ελλάδος δεσμεύτηκε να συμβάλλει, εντός των αρμοδιοτήτων της, στην επίτευξη του Στόχου που περιλαμβάνεται (στο άρθρο 2.1(γ)) στη Συμφωνία των Παρισίων και προβλέπει ότι οι χρηματοδοτικές ροές θα πρέπει να γίνουν συμβατές με μια πορεία που οδηγεί σε χαμηλές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και σε ανάπτυξη ανθεκτική στις μεταβολές του κλίματος.
Αυτή την εβδομάδα μάλιστα εγκαινιάσθηκε η νέα περιοδική έκθεση στο Μουσείο της Τράπεζας με τίτλο “Οικονομία και κλίμα: Handle with care”. Σκοπός της έκθεσης αυτής είναι να αναδείξει τον ρόλο των κεντρικών τραπεζών στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και να ενισχύσει την ενημέρωση και την ενεργό συμμετοχή του κοινού, κυρίως της νέας γενιάς όπως εσείς, στη επείγουσα κινητοποίηση που απαιτείται για την αντιμετώπιση των προκλήσεων.
Στόχος μας είναι μία σύγχρονη, εύρωστη και πράσινη οικονομία, με γνώμονα την κοινωνική ευημερία όλων των πολιτών. Και σε αυτήν την προσπάθεια, οι κεντρικές τράπεζες και η Τράπεζα της Ελλάδος ειδικότερα, συνεισφέρουν με όλες τους τις δυνάμεις, στο πλαίσιο της εντολής τους. Κλείνοντας, θέλω να εκφράσω την πεποίθηση ότι με τον σωστό συντονισμό της προσπάθειας όλων, θα μπορέσουμε να συμβάλλουμε σε μία ουσιαστική και βιώσιμη ανάπτυξη, για ένα καλύτερο και αειφόρο μέλλον”.