«Είναι εξαιρετικά σημαντικό να διατηρείται μία κίνηση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, να υπάρχουν οι επαφές αυτές, οι οποίες ορίζουν και ένα πλαίσιο ορθών διμερών σχέσεων», σημείωσε ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, σε συνέντευξή του στο πλαίσιο του «OT Forum 2024».
‘Αλλωστε, όπως υπενθύμισε, τόσο στις Βρυξέλλες, στο πλαίσιο της Διάσκεψης των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ, όσο και στη Μάλτα στη Διάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών του ΟΑΣΕ, θα συμπέσει με τον Τούρκο ομόλογό του Χακάν Φιντάν.
«Θα έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε περαιτέρω. Είναι ζητήματα, τα οποία βρίσκονται αυτή τη στιγμή στην αιχμή, στα ελληνοτουρκικά, ιδίως η οργάνωση του επικείμενου Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας στην ‘Αγκυρα. Και γι’ αυτό το λόγο θα οργανώσουμε τα περαιτέρω βήματά μας», ανέφερε.
Επεσήμανε δε, πως στις συζητήσεις δεν έχει μέχρι στιγμής βρεθεί κοινός τόπος για τη συζήτηση για το «μόνο θέμα, το οποίο θα μπορούσε να αχθεί ενώπιον διεθνούς δικαιοδοσίας, το οποίο είναι η οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και υφαλοκρηπίδας».
«Παρά ταύτα, έχουμε κατακτήσει το να μπορούμε να συζητούμε, ακόμη και διαφωνώντας», τόνισε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε:
«Η Ελλάδα αυτήν τη στιγμή, έχει ένα πολύ ισχυρό κεφάλαιο. Έχει μια οικονομία η οποία αναπτύσσεται σημαντικά, έχει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις και έχει ένα πολύ ισχυρό διπλωματικό διεθνές αποτύπωμα. Είναι η στιγμή στην οποία δεν ετεροκαθορίζεται. Δεν έχει φοβικά σύνδρομα. Προχωράει μπροστά και μπορεί να συζητεί ακόμη και από όρους ισχύος με όλους τους γείτονές της».
Όπως τόνισε ο υπουργός Εξωτερικών, «είναι αυτονόητο ότι δεν θα περιμέναμε μέσα σε ένα διάστημα μόλις 16 μηνών να επιλυθούν θέματα, τα οποία ανατρέχουν δεκαετίες και τα οποία έχουν βασανίσει τις σχέσεις των δύο χωρών».
«Εμείς, χωρίς να εθελοτυφλούμε, και πάντοτε με φρόνηση, προσπαθούμε να καλλιεργήσουμε αυτές τις σχέσεις ειρήνης και να προχωρούμε μπροστά», ανέφερε. «Ακόμη και αν δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε όλα, είναι σημαντικό να μπορούμε να συζητούμε, έτσι ώστε να προλαμβάνονται εντάσεις, να προλαμβάνονται κρίσεις».
Επεσήμανε δε, πως έχουν γίνει σημαντικά βήματα τους τελευταίους 16 μήνες: «Η ειρήνη στο Αιγαίο χωρίς παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, ο συντονισμός στο μεταναστευτικό, σε μία περίοδο που η κινητικότητα εξαιτίας των πολέμων και των κρίσεων βρίσκεται σε έξαρση, η ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ των δύο λαών, με τις θεωρήσεις εισόδου που έχουν δοθεί για τα νησιά μας, οι διπλωματικές, διεθνείς συνεργασίες».
Επεσήμανε δε, ότι βρισκόμαστε σε μία περίοδο σημαντικής κινητικότητας για το Κυπριακό και ότι η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων έχει λειτουργήσει καθοριστικά στο να μπορέσει να υπάρξει επανεκκίνηση των συζητήσεων για το Κυπριακό, υπό τη σκέπη του ΟΗΕ.
«Είναι απολύτως κρίσιμο να πέσουν τα τείχη στην Κύπρο, να δοθεί η δυνατότητα, έτσι ώστε, στο πλαίσιο των Ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία, να προχωρήσουμε σε μία νέα ενωμένη ευρωπαϊκή Κύπρο, η οποία θα μεριμνά, όχι μόνο για το σήμερα, αλλά και για το αύριο. Η μεγάλη στιγμή της ένταξης της Κύπρου στην ευρωπαϊκή οικογένεια θα πρέπει να συνεχιστεί», ανέφερε.
«Η άποψη την οποία υιοθετεί η κυβέρνηση και τα συλλογικά της όργανα, το ΚΥΣΕΑ και το Υπουργικό Συμβούλιο, είναι ότι η εποχή της ακινησίας και της αδράνειας δεν ωφέλησε», τόνισε.
«Θα πρέπει να έχουμε μια ενεργό και πολυμερή εξωτερική πολιτική. Είναι η στιγμή να έχουμε ως Ελλάδα μία πραγματικά ενεργή εξωτερική πολιτική. Αυτό επιβάλλει και η ισχυρή μας θέση», ανέφερε και πρόσθεσε: «Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε ένα εξαιρετικά ισχυρό πεδίο, με ισχυρούς συμμάχους, με έντονο διεθνές αποτύπωμα και νομίζω με μία κινητικότητα, η οποία θα δημιουργήσει συνθήκες ανάπτυξης και ευημερίας όχι μόνο για το σήμερα, αλλά και για το αύριο».
Η Ελλάδα καθίσταται συμπαραγωγός της διεθνούς αρχιτεκτονικής ασφαλείας
Όπως υπενθύμισε ο κ. Γεραπετρίτης, η Ελλάδα αναλαμβάνει τη θέση του μη μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, εξαιρετικά κρίσιμη, δεδομένων και των γεωπολιτικών εξελίξεων σε παγκόσμιο επίπεδο.
«Η Ελλάδα καθίσταται συμπαραγωγός της διεθνούς αρχιτεκτονικής ασφαλείας. Θα βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων και έχει θέσει ως μείζονα στόχο της δικής της παρουσίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας την αποκατάσταση του Καταστατικού Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών σε ό,τι αφορά στην ειρηνική επίλυση των διαφορών, την προστασία των ευάλωτων κατηγοριών πολιτών, ιδίως γυναικών και παιδιών σε συνθήκες πολέμου, την ασφάλεια των πλόων, καθώς και άλλες πρωτοβουλίες τις οποίες θα αναπτύξουμε».
Τόνισε δε, πως η Ελλάδα βρίσκεται στο απόλυτο επίκεντρο των διεθνών εξελίξεων, ενώ «έχει το προνόμιο σε δύσκολες εποχές να συνομιλεί με όλους, να αποτελεί την πραγματική γέφυρα μεταξύ Βορρά, Νότου, Ανατολής και Δύσης, να τηρεί μια στάση αρχών, η οποία εκτιμάται από όλους».
«Το διεθνές μας κεφάλαιο, είναι εξαιρετικά μεγάλο. Θα φροντίσουμε να το αναπτύξουμε, τόσο για να υπάρξει ένα πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα για τη χώρα μας, για την ειρήνη και την ευημερία στην πατρίδα, αλλά επίσης για να είμαστε και ωφέλιμοι στην παγκόσμια αρχιτεκτονική ασφαλείας».
Ο υπουργός Εξωτερικών ανέφερε ότι τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει αναπτύξει μία αυτοδύναμη ενεργειακή πολιτική διασυνδεσιμότητας.
«Πρόκειται στην πραγματικότητα για μία μορφή έξυπνης αποτροπής, μίας διπλωματίας, η οποία έχει πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα».
Αναφέρθηκε στις μεγάλες ενεργειακές υποδομές που δημιουργεί η χώρα, τον αγωγό IGB με τη Βουλγαρία, τον αγωγό EastMed στην Ανατολική Μεσόγειο, το σταθμό για την αποθήκευση και επαναεριοποίηση του υγροποιημένου φυσικού αερίου, του FSRU στην Αλεξανδρούπολη, την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας-Αιγύπτου και τη μεγάλη συμμετοχή που φιλοδοξεί να έχει η Ελλάδα, τη σύνδεση ΙΜΕC, που αφορά την οικονομική διασύνδεση Ινδίας, Μέσης Ανατολής και Ευρώπης.
Στο πλαίσιο όλων αυτών, όπως τόνισε, η Ελλάδα εξασφάλισε από κοινού με την Κύπρο, την ένταξη της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, ως έργο αμοιβαίου ενδιαφέροντος της ΕΕ.
Σημείωσε δε, πως το πρόγραμμα θα συνεχιστεί απολύτως και σύμφωνα με τον προγραμματισμό του, και σημείωσε πως οι εντάσεις για το θέμα δεν έχουν οδηγήσει σε κρίση.
«Στην περίπτωση στην οποία φέρεται να υπήρξε υποχώρηση εκ μέρους της Ελλάδας, δεν υπήρξε καμία τέτοια περίπτωση. Χωρίς να υπάρξει καμία απολύτως υποχώρηση σε ό,τι αφορά την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, το πρόγραμμα για την έρευνα, σε σχέση με το πρόγραμμα της διασύνδεσης, συνεχίστηκε κανονικά. Και θα συνεχιστεί με βάση τον προγραμματισμό του».
«Αν θέλουμε να μπορούμε να συζητούμε με την Τουρκία, με όρους εμπροσθοβαρείς, με όρους προοπτικούς, για την πιθανή συζήτηση περί οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και υφαλοκρηπίδας, θα πρέπει πρώτα και πάνω από όλα να εξασφαλίσουμε ότι θα υπάρχει ηρεμία, θα υπάρχει αποφυγή εντάσεων, έτσι ώστε και η όποια συζήτηση να είναι ωφέλιμη», κατέληξε.
ΠΗΓΗ: AΠΕ-ΜΠΕ