Όσοι περίμεναν ότι τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού θα δείχνουν υπέρβαση στην είσπραξη εσόδων από τους φόρους στα πανάκριβα καύσιμα, διαψεύστηκαν. Ναι μεν ο ΦΠΑ στα πετρελαιοειδή απέφερε στο πρώτο δίμηνο 361 εκατομμύρια ευρώ έναντι στόχου για είσπραξη 313 εκατομμυρίων ευρώ, αλλά αυτά τα 48 εκατ. ευρώ επιπλέον εξανεμίστηκαν από το γεγονός ότι ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στα ενεργειακά προϊόντα απέφερε 69 εκατ. ευρώ λιγότερα, δηλαδή 630 εκατ. ευρώ αντί για 699 εκατομμύρια.
Πώς γίνεται αυτό; Πολύ απλά. Τα πολλά έσοδα, το δημόσιο τα εισπράττει από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, ο οποίος είναι σταθερός ανεξάρτητα από την πορεία της τιμής. Όσο λοιπόν ανεβαίνουν οι διεθνείς τιμές και η βενζίνη φτάνει να κοστίζει ακόμη και 2,1-2,2 ευρώ το λίτρο, τόσο πιο «διστακτικοί» γίνονται οι καταναλωτές στο να γεμίσουν τα ρεζερβουάρ τους, τόσο πιο «εφευρετικοί» γίνονται στις μετακινήσεις τους και τόσο περισσότερο μειώνεται η κατανάλωση. Μείωση κατανάλωσης σημαίνει λιγότερα έσοδα από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης. Από την άλλη, ο ΦΠΑ, είναι συνδεδεμένος με την πορεία της τιμής, καθώς όσο περισσότερο ανεβαίνει η τιμή του βαρελιού, τόσο περισσότερα βάζει και στο ταμείο του το κράτος.
Για να σχηματίζεται λοιπόν συνολική εικόνα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα δύο στοιχεία: και ο φόρος που επηρεάζεται από τον όγκο και ο φόρος που διαμορφώνεται βάσει της τιμής. Και το συμπέρασμα που προκύπτει από τα στοιχεία του πρώτου διμήνου είναι το δημόσιο… μπαίνει πλέον μέσα. Ακόμη πιο αποκαλυπτικά θα είναι τα στοιχεία του Μαρτίου, καθώς στον τρέχοντα μήνα καταγράφηκαν τα ιστορικά ρεκόρ και στον τρέχοντα μήνα έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία να αποτυπωθούν οι δημοσιονομικές επιπτώσεις. Αυτό που είναι σίγουρο πάντως, είναι παρά την υπερφορολόγηση των καυσίμων, αυτή η κατάσταση δεν δημιουργεί κανένα «μαξιλάρι» εσόδων το οποίο να μπορεί αν χρησιμοποιηθεί για τη στήριξη των καταναλωτών.
Η μόνη απόφαση που μπορεί να ληφθεί είναι να μειωθεί ο ειδικός φόρος κατανάλωσης (σ.σ ο οποίος με τη σειρά του θα παρασύρει και τον ΦΠΑ) ώστε να πέσει η τιμή λιανικής και να συγκρατηθεί ο όγκος των πωλήσεων. Αυτό το μέτρο όμως έχει απορριφθεί από την κυβέρνηση με το επιχείρημα ότι είναι οριζόντια παρέμβαση με τεράστιο δημοσιονομικό κόστος η οποία καταλήγει να επιδοτεί περισσότερο τους έχοντες υψηλότερα εισοδήματα αλλά και «πριμοδοτεί» ένα εισαγόμενο προϊόν το οποίο χτυπάει στο τεράστιο πλέον εμπορικό έλλειμμα που προκαλούν οι υψηλές τιμές της ενέργειας.