Ήταν… τραυματική η εμπειρία με την διαχείριση των κόκκινων δανείων κατά τα χρόνια της κρίσης -όχι ότι έχει τελειώσει αυτή η περιπέτεια για τους περισσότερους- με αποτέλεσμα τα νοικοκυριά να ακούνε τώρα για δάνειο και να γυρίζουν την πλάτη; Φταίει η αύξηση των επιτοκίων που υπενθύμισε πόσο ρίσκο υπάρχει στον δανεισμό ειδικά αν δεν «κλειδώσει» το κόστος του χρήματος; Κρίνονται τα εισοδηματικά δεδομένα των περισσότερων νοικοκυριών ανεπαρκή για να δικαιολογήσουν τη χορήγηση δανείου με βάση τα νέα αυστηρότερα κριτήρια των τραπεζών;
Όποιοι και αν είναι οι λόγοι -και πιθανότατα συντρέχουν όλοι όσοι προαναφέρθηκαν- το γεγονός είναι ότι οι ροές δανεισμού προς τα νοικοκυριά παραμένουν αρνητικές. Τι σημαίνει αυτό; Οι υφιστάμενοι δανειολήπτες αποπληρώνουν περισσότερο παλαιό χρέος από το «φρέσκο χρήμα» που μπαίνει στην αγορά υπό μορφή δανεισμού.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βλέπει ότι το χρέος των νοικοκυριών από το 42% του ΑΕΠ που είναι σήμερα, (είχε φτάσει και στο 61% στα δύσκολα χρόνια του υπερδανεισμού μπλέκοντας εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες με τις εισπρακτικές και τους servicers ή ακόμη και τους πλειστηριασμούς) θα υποχωρήσει την επόμενη 10ετία ακόμη και κάτω από 22%. Τέτοιο ποσοστό δεν είχαμε ούτε στην αρχή της χιλιετίας πριν δηλαδή ξεκινήσουν οι τράπεζες να δίνουν στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια σε όποιον περνούσε από το απέναντι πεζοδρόμιο.
Τι σημαίνει αυτό; Λιγότερο ρίσκο για τα νοικοκυριά, σαφώς. Αλλά και λιγότερες επενδύσεις -ειδικά για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών- άρα και διατήρηση των υφιστάμενων προβλημάτων. Από τη μια υπερβολή (του υπερδανεισμού), φτάσαμε στην άλλη. Και οι υπερβολές δεν είναι ποτέ καλό πράγμα.