Αθλητές, δημοσιογράφοι, πολιτικοί, αλλά κυρίως οι φίλοι, τους οποίους θεωρούσε “θησαυρό” της ζωής του, αποχαιρέτησαν σήμερα (16/12) στο Πρώτο Νεκροταφείο της Αθήνας τον κορυφαίο δημοσιογράφο και δάσκαλο Γιάννη Διακογιάννη.
Τον αθλητικογράφο που συνέδεσε το όνομα του με την τηλεοπτική κάλυψη των μεγαλύτερων διοργανώσεων στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης και με την εμβέλεια του ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα. Όπως έλεγε και ο γιός του Αριστείδη Καμάρα, ο Κωνσταντίνος, ήταν μία σπάνια περίπτωση έλληνα ο οποίος όταν έβγαινε εκτός συνόρων “ψήλωνε”. Δεν μίκραινε όπως άλλοι…
Ομάδες, ομοσπονδίες, μέσα ενημέρωσης, δημοσιογραφικές ενώσεις, μέλη του επιχειρηματικού, του καλλιτεχνικού και του δημοσιογραφικού χώρου, έστειλαν στεφάνια στην οικογένεια του Γιάννη Διακογιάννη.
Έδωσαν το παρόν στο τελευταίο “αντίο” τεράστια ονόματα, με ιστορία δίπλα στον μεγάλο Διακογιάννη. Τηλεοπτικοί συνεργάτες, όπως ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος, αλλά και στην επίσης μακροχρόνια διαδρομή του στις εφημερίδες, όπως ο Μάκης Παπαζήσης και ο Κώστας Βερνίκος, που ήταν μαζί και στην έντυπη και στην τηλεοπτική δημοσιογραφία.
Όπως είπε συνάδελφος, στο σύντομο επικήδειο που εκφώνησε, οι περίοδοι της αθλητικής δημοσιογραφίας θα πρέπει πλέον να χωρίζονται σε “προ και μετά Διακογιάννη”.
Ο κόσμος ήταν πολύς, αν και θα περίμενε κανείς ακόμη περισσότερους, ειδικά από τους ευεργετημένους… Δεν πειράζει. Οι δικοί του άνθρωποι, της παλιάς εφημερίδας Μεσημβρινής στην Πανεπιστημίου 10 και της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ στη Χρήστου Λαδά, που τους αγαπούσε γιατί μπορούσε να συζητήσει μαζί τους, να πιει ένα κρασί και να ακούσει μουσική, τον αποχαιρέτησαν. Ήταν εκεί.
Ποιος ήταν ο Γιάννης Διακογιάννης
Από πολλούς θεωρείται ως ο κορυφαίος του είδους, λόγω των μεγάλων γνώσεών του πάνω στον κλασικό αθλητισμό αλλά και το ποδόσφαιρο, την εμβρίθεια στον τρόπο μετάδοσης και τη γλαφυρότητα του ύφους του. Η μητέρα του ήταν Γαλλίδα, όπως και η πρώτη του σύζυγος.
Γεννήθηκε στη Αθήνα όπου και ασχολήθηκε με τον αθλητισμό από την εφηβική ηλικία, με ιδιαίτερη αδυναμία στον στίβο. Σπούδασε μουσική στη Γαλλία, όμως τελικά τον κέρδισε η δημοσιογραφία. Κάλυψε με ανταποκρίσεις του πάρα πολλές κορυφαίες διοργανώσεις, μεταξύ των οποίων Παγκόσμια Κύπελλα ποδοσφαίρου (ξεκινώντας από αυτό του 1954 στην Ελβετία και τερματίζοντας με αυτό του 1998 στη Γαλλία), διεθνείς αγώνες και παγκόσμια πρωταθλήματα στίβου, τελικούς αγώνες διασυλλογικών ευρωπαϊκών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων (όπως του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971 μεταξύ Άγιαξ και Παναθηναϊκού) και άλλα.
Το 2004 υπήρξε σχολιαστής στους αγώνες της Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου ανδρών στο Πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου όταν και το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα κατέκτησε το τρόπαιο.
Από το Σεπτέμβριο του 1966 έως το 1983 ήταν ο βασικός παρουσιαστής της τηλεοπτικής εκπομπής «Αθλητική Κυριακή» (αρχικά «Αθλητικά Νέα»), ενώ το Σεπτέμβριο του 1969 είχε παρουσιάσει το 9ο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Αθλητισμού, στο Στάδιο «Γεώργιος Καραϊσκάκης», το οποίο αποτέλεσε την πρώτη μετάδοση αγώνων στίβου από ελληνικό τηλεοπτικό συνεργείο.
Εργάστηκε και ως καθηγητής δημοσιογραφίας. Από τα έργα του ξεχωρίζουν το τετράτομο «100 Χρόνια Ποδόσφαιρο» (Μίλητος, 2006), το «60 Χρόνια Μουντιάλ» (Λιβάνης, 1990), το «Οι Μεγάλες Μορφές του Αθλητισμού» (Κάκτος, 1979) κ.α. Ήταν, ακόμη, παραγωγός μουσικών ραδιοφωνικών εκπομπών.
Υπήρξε ο πρώτος που τιμήθηκε για την εν γένει προσφορά του με το βραβείο «Ελένη Βλάχου» το 2003, ως δημοσιογράφος των «Νέων».