Οι ελληνικές τράπεζες, παρά τις δυσκολίες μπόρεσαν να εξορθολογήσουν τους ισολογισμούς τους, να μειώσουν δραστικά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, αξιοποιώντας όλα τα διαθέσιμα εργαλεία, με πιο βασικό το πρόγραμμα ΗΡΑΚΛΗΣ, και να επανέλθουν στον βασικό ρόλο τους, που είναι η στήριξη και χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, τόνισε σήμερα από το βήμα του Συνεδρίου του Economist ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ) καθηγητής κ. Βασίλης Ράπανος.
Η πανδημία, αλλά κυρίως η ενεργειακή κρίση, ο υψηλός πληθωρισμός και η αύξηση των επιτοκίων, έχουν επηρεάσει σημαντικά τα προγράμματα τους και δημιουργούν εν δυνάμει κινδύνους για νέα γενιά κόκκινων δανείων. Η μέχρι τώρα εξέλιξη όμως δεν προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία, διότι αφενός οι δανειολήπτες έχουν ανακτήσει σε σημαντικό βαθμό την νοοτροπία και αντίληψη εξυπηρέτησης των οφειλών τους και αφετέρου οι ίδιες οι τράπεζες διαθέτουν πλέον την τεχνογνωσία να προσφέρουν βιώσιμες λύσεις στους πελάτες τους. Επιπλέον, έχει αρχίσει να αυξάνει σημαντικά ο αριθμός των αιτήσεων για εξωδικαστικές ρυθμίσεις, σήμα ενθαρρυντικό για την ρύθμιση πολλών υπερήμερων οφειλών, πρόσθεσε ο κ. Ράπανος,
Μετά τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και την αύξηση των καταθέσεων, δείγμα επανάκαμψης της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα και τις προοπτικές της οικονομίας γενικότερα, το τραπεζικό σύστημα ξεκίνησε να χρηματοδοτεί και πάλι την υγιή επιχειρηματικότητα και πιο συγκρατημένα τα ελληνικά νοικοκυριά. Όπως προκύπτει από τα επίσημα δημοσιοποιημένα στοιχεία το 2020 (χρονιά της πανδημίας) οι χορηγήσεις των τραπεζών ανήλθαν σε 20 δις ευρώ, συμπεριλαμβάνοντας και τα ιδιαίτερα χρήσιμα εργοδοτικά εργαλεία της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ). Το 2021, παρά την εκπνοή του προσωρινού πλαισίου στήριξης και τη μείωση των διαθέσιμων πόρων της Αναπτυξιακής Τράπεζας, οι χορηγήσεις του ελληνικού τραπεζικού συστήματος παρέμειναν επίσης στο ίδιο επίπεδο, δηλαδή 20, 2 δις ευρώ ενώ ακόμη καλύτερη είναι η εικόνα για το 2022, καθώς τους πρώτους 8 μήνες οι χρηματοδοτήσεις έφτασαν τα 17,2 δις με μικρό μέρος από αυτό να καλύπτεται από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, είπε ο πρόεδρος της ΕΕΤ.
«Στο σημείο αυτό, επιτρέψτε μου να επισημάνω κάτι που συνεχώς λησμονούν όσοι επικρίνουν τις τράπεζες για την περιορισμένη χρηματοδότηση, κυρίως των μικρών επιχειρήσεων. Θέλω, για άλλη μια φορά, να τονίσω ότι οι τράπεζες χορηγούν δάνεια με κεφάλαια που προέρχονται από τις καταθέσεις επιχειρήσεων και κυρίως πολιτών. Οι διοικήσεις έχουμε ιερό καθήκον να διαχειριζόμαστε τις αποταμιεύσεις τους με σύνεση, διαφάνεια και αυστηρή τήρηση όλων των κανόνων που επιβάλλουν οι ρυθμιστικές αρχές. Ασφαλώς και αναλαμβάνουμε λελογισμένους κινδύνους. Δεν θα προχωρήσουμε όμως σε ανεύθυνες χορηγήσεις, που θα δημιουργήσουν νέα σειρά κόκκινων δανείων και θα υποσκάψουν την, με πολλές θυσίες, ανάκτηση της αξιοπιστίας του τραπεζικού συστήματος, αλλά και την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας», ανέφερε επίσης ο κ. Ράπανος.
Ο πρόεδρος της ΕΕΤ έκανε ειδική αναφορά και στον τομέα της χρηματοδότησης επενδύσεων για βιώσιμη ανάπτυξη, τονίζοντας ότι το Ελληνικό τραπεζικό σύστημα ανταποκρίθηκε από νωρίς στο κάλεσμα για βιώσιμη ανάπτυξη, υιοθετώντας τις Αρχές Υπεύθυνης Τραπεζικής στο πλαίσιο της Χρηματοοικονομικής Πρωτοβουλίας του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον, έχοντας ήδη χρηματοδοτήσει πολλά επενδυτικά σχέδια για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, επεξεργασίας αποβλήτων, κ.α. Η Ελληνική Κυβέρνηση με τη σειρά της προχώρησε ταχύτατα στην υποβολή ενός ολοκληρωμένου σχεδίου δράσης για την απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Με την ίδια ταχύτητα ανταποκρίθηκαν στην αξιοποίηση των πόρων αυτών και τα μέλη μας με την ανάπτυξη ειδικών προγραμμάτων.
Κλείνοντας την παρέμβαση του ο πρόεδρος της ΕΕΤ τόνισε ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες αλλά και η οικονομία μας γενικότερα είναι πολλές. Οι αβεβαιότητες μεγάλες. Εκτίμησε όμως ότι θα περάσουμε και αυτήν την περίοδο, με θετικό απολογισμό, και το τραπεζικό σύστημα θα συμβάλει και πάλι καθοριστικά στην εθνική προσπάθεια για ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και τη βελτίωση της ευημερίας του Ελληνικού λαού.