Του Απόστολου Σκουμπούρη
Ιδρύθηκε το 1990, εμφιάλωσε το πρώτο μπουκάλι νερού τον Απρίλιο του ’92 και μέσα σ’ αυτές τις τρεις δεκαετίες, έχει κάνει επενδύσεις περίπου 125 εκατ. ευρώ συνολικά, δίνοντας «ζωή» σε μια περιοχή με μεγάλη ανεργία, την Ήπειρο, απασχολώντας πάνω από 300 εργαζόμενους. Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, δημιουργήθηκαν τρία εργοστάσια, 28 γραμμές παραγωγής συνολικά, με 11 γραμμές εμφιάλωσης νερού και 17 παραγωγής preforms και πωμάτων, συν δύο logistics centers.
Ο λόγος για την Ηπειρωτική Βιομηχανία Εμφιαλώσεων, γνωστή ως Βίκος, όνομα που πήρε από το χωριό της περιοχής το οποίο κρέμεται πάνω από τη γνωστή εντυπωσιακή «χαράδρα του Βίκου»! Ιδρυτής ο κ. Πέτρος Σεπετάς, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, που πριν από περίπου 30 χρόνια, αγόρασε μια έκταση 15 στρεμμάτων στη θέση Περίβλεπτο Ιωαννίνων με σκοπό να δημιουργήσει εμφιαλωτήριο νερού, αξιοποιώντας έτσι τις φυσικές δυνατότητες της περιοχής.
Το 1990 πήρε τις άδειες και την έγκριση εμφιάλωσης νερού από την πηγή «ΒΙΚΟΣ» και έτσι αρχίζει η κατασκευή των εγκαταστάσεων. Χρειάστηκαν τρία χρόνια μέχρι να ολοκληρωθούν οι κτιριακές εγκαταστάσεις (βιομηχανοστάσιο και γραφεία) και να γίνει η εγκατάσταση της πρώτης γραμμής παραγωγής, εμφιάλωσης και συσκευασίας.
Η εταιρεία πλέον είναι ανάμεσα στους δύο leader στον κλάδο του εμφιαλωμένου νερού στην Ελλάδα με μερίδια αγοράς περί το 23%, ενώ τα τελευταία χρόνια – εκμεταλλευόμενη την πρώτη ύλη, το φυσικό μεταλλικό νερό της χαράδρας του Βίκου, μπήκε και στην αγορά των αναψυκτικών.
Χθες, η εταιρεία σε διαδικτυακή συνέντευξη τύπου ανακοίνωσε την πρώτη ελληνική Cola Zero Sugar, που έχει ως βάση το φυσικό μεταλλικό νερό, διευρύνοντας το χαρτοφυλάκιό της στο χώρο των αναψυκτικών αλλά και των sugar free προϊόντων.
Πρόκειται για μια γοργά αναπτυσσόμενη αγορά, η οποία έχει καταγράψει αύξηση 57% από το 2016 αποτελώντας πλέον το 30% της συνολικής αγοράς των αναψυκτικών, με τη Βίκος να ακολουθεί τη διεθνή τάση για προϊόντα με λιγότερες επιβλαβείς ουσίες.
Σύμφωνα με τον διευθυντή πωλήσεων και marketing της Βίκος Κωνσταντίνο Σεπετά, «πλέον ένας στους τρεις καταναλωτές που αγοράζουν προϊόντα τύπου cola, επιλέγει την κατηγορία zero. Άρα, η είσοδός μας σ’ αυτή την κατηγορία ήταν μια φυσική εξέλιξη, όπως φυσική εξέλιξη ήταν και η αντίστοιχη είσοδός μας στην κατηγορία των αναψυκτικών το 2016», σημείωσε. Πλέον η εταιρεία Βίκος μέσα σ’ αυτή την 4ετία της δραστηριοποίησης (και) στον κλάδο των αναψυκτικών, έχει «χτίσει» ένα μερίδιο αγοράς 4,2% στα προϊόντα cola και συνολικά 5% σ’ όλη την κατηγορία.
Το νέο προϊόν είναι από σήμερα Τρίτη ράφια της αλυσίδας ΑΒ Βασιλόπουλος, ενώ τις επόμενες ημέρες θα πωλείται και στα καταστήματα αλυσίδων όπως The Mart, My Market, Bazaar, Γέγος κ.α. Σύμφωνα με τον κ. Σεπετά, η Βίκος είναι η πρώτη εταιρεία πανευρωπαϊκά που παράγει cola με φυσικό μεταλλικό νερό, το οποίο έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε άλατα και δεν χρειάζεται καμιά επεξεργασία, ενώ ξεχωρίζει και για το φυσικό διοξείδιο του άνθρακα πηγής.
Αξίζει να σημειωθεί πως η Βίκος ξεκίνησε από το 2017 και ολοκλήρωσε το 2020 ένα μεγάλο επενδυτικό πρόγραμμα 25 εκατ. ευρώ με νέες γραμμές παραγωγής, εκσυγχρονισμό εγκαταστάσεων αλλά και δυναμικό άνοιγμα στην κατηγορία των αναψυκτικών, έχοντας την καινοτομία του φυσικού μεταλλικού νερού, ως πρώτη ύλη.
Μιλώντας για τη χρήση του 2020 ο κ. Σεπετάς τόνισε ότι ήταν οριακά πτωτική για την εταιρεία, που όμως έδειξε ανθεκτικότητα καθώς δεν είχε μεγάλη έκθεση στην κατηγορία HORECA – η οποία είχε κατακόρυφη πτώση το 2020. Παράλληλα, η καλή διείσδυση στη μικρή λιανική της γειτονιάς, η οποία και μέσα στην πανδημία αναπτύσσεται ραγδαία, παρείχε άμυνες στην εταιρεία.
Θυμίζουμε πως το 2019 η Ηπειρωτική Βιομηχανία Εμφιαλώσεων είχε κύκλο εργασιών 79,118 εκατ. ευρώ, έναντι 74,744 εκατ. ευρώ το 2018, ενώ τα καθαρά μετά φόρων έφτασαν στα 12,80 εκατ. ευρώ, έναντι 8,62 εκατ. ευρώ. Στο τέλος του 2019 τα καθαρά ταμιακά διαθέσιμα ήταν 25,37 εκατ. ευρώ, έναντι 18,76 εκατ. ευρώ στο τέλος του 2018. Το σύνολο του ενεργητικού στο τέλος του 2019 έφτανε στα 132,11 εκατ. ευρώ, έναντι 120,12 εκατ. ευρώ το προηγούμενο έτος. Τέλος, το σύνολο της καθαρής θέσης στο φινάλε του 2019 ήταν στα 103,56 εκατ. ευρώ, ενώ το σύνολο των υποχρεώσεων έφτανε στα 28,54 εκατ. ευρώ.