Οι ευρωπαϊκές μικρομεσαίας επιχειρήσεις πλήττονται από την ενεργειακή κρίση και έχουν ανάγκη από άμεση υποστήριξη. Η τρέχουσα κρίση στις τιμές της ενέργειας κινδυνεύει να μετατραπεί σε κρίση εφοδιασμού, η οποία θα επιβαρύνει περαιτέρω τις ευρωπαϊκές εταιρείες και για την οποία πρέπει να προετοιμαστούμε όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα. Η ενέργεια είναι υπεύθυνη για το 40% του τρέχοντος κύματος πληθωρισμού και η ΕΕ πρέπει να αντιμετωπίσει γρήγορα αυτήν την πρόκληση. Αναμένονται λοιπόν οι πρωτοβουλίες που δρομολογεί η Επιτροπή για την αντιμετώπιση μιας τέτοιας κατάστασης αυτόν τον χειμώνα, καθώς και τις αρχές των τελευταίων προτάσεων που ανακοίνωσε ο Πρόεδρος Von der Leyen τον Σεπτέμβριο. Προϋπόθεση όμως είναι πως όλα αυτά που αναφέρθηκαν, πρέπει να εφαρμοστούν με διαφανή και αμερόληπτο τρόπο. Η βοήθεια που παρέχεται στις εταιρείες για την αντιμετώπιση των «κουρεμένων τιμών» της ενέργειας πρέπει να αναγνωρίζει τον κεντρικό ρόλο που μπορεί να παίξει η εμπορική αλυσίδα, ως άμεση σύνδεση με την υπόλοιπη αλυσίδα εφοδιασμού βοηθώντας τους καταναλωτές να αντιμετωπίσουν την τρέχουσα κρίση κόστους ζωής.
Η ευρωπαϊκές επιχειρήσεις κάθε μεγέθους και κλάδου πλήττονται σκληρά από την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας. Ο πληθωρισμός που προκαλείται από τις τιμές της ενέργειας και των εμπορευμάτων σε αυτήν την κρίση ενέχει έναν πρόσθετο κίνδυνο ενός «σπιράλ μισθών-τιμών», καθώς οι πιέσεις στις αμοιβές των εργαζομένων δικαιολογημένα οδηγούν σε απαιτήσεις για αυξήσεις μισθών. Όμως τα χαμηλά περιθώρια με τα οποία λειτουργούν οι ΜμΕ σε μια εξαιρετικά ανταγωνιστική αγορά, θα σημάνει τόσο περαιτέρω πίεση στα έξοδα τους, όσο και στις τιμές που πρέπει να χρεώνουν στους πελάτες υπό σοβαρές πιέσεις κόστους ζωής.
Ως βασική υπηρεσία και υποχρέωση προς τους πελάτες τους, αλλά και την υπόλοιπη αλυσίδα εφοδιασμού, κανένας τομέας δεν μπορεί να σταματήσει τις δραστηριότητές του λαμβάνοντας υπόψη τις τιμές της ενέργειας. Από την παραγωγή, τις μεταφορές, έως το λιανικό εμπόριο, όλοι εργάζονται σκληρά για να μετριάσουν στους καταναλωτές τις χειρότερες επιπτώσεις του πληθωρισμού και των τιμών της ενέργειας. Ο ανταγωνισμός και το γεγονός ότι η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών επηρεάζεται σημαντικά από τις υψηλότερες τιμές ενέργειας, που οι ίδιοι πρέπει να πληρώσουν, καθιστά δύσκολο στις ΜμΕ να μετακυλίσουν στους πελάτες το πλήρες κόστος της εκτίναξης των λογαριασμών ενέργειας. Αυτή δεν είναι όμως μια κατάσταση που μπορεί εύκολα να διατηρηθεί χωρίς κάποια βοήθεια και πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες, μόλις αναρρώνουν από τον αντίκτυπο του COVID, αντιμετωπίζουν στην καλύτερη περίπτωση ένα αβέβαιο μέλλον και σε πολλές περιπτώσεις έλλειψη ρευστότητας. Η ΕΕ και τα κράτη μέλη πρέπει να προωθήσουν επειγόντως τα προτεινόμενα μέτρα για τη μεταρρύθμιση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ, ώστε να αντικατοπτρίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια το πραγματικό κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης της αποσύνδεσης των τιμών του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας.
Συγκεκριμένα, απαιτείται η δημιουργία όσο το δυνατόν γρηγορότερα μιας πραγματικής Ευρωπαϊκής Ενεργειακής Ένωσης, με πιο αποτελεσματική κεντρική αγορά εισαγόμενου φυσικού αερίου και επενδύσεις στην υποδομή που απαιτείται για τη μεταφορά της ενέργειας με αέριο, ηλεκτρική ενέργεια και σε εύθετο χρόνο υδρογόνο, από όπου είναι διαθέσιμη εκεί όπου χρειάζεται. Αυτό θα έχει θετικό αντίκτυπο από την άποψη της ενεργειακής ασφάλειας και μακροπρόθεσμα και στις τιμές της ενέργειας. Χρειάζεται πρόβλεψη για όλους τους κλάδους ώστε να επωφεληθούν από προγράμματα που στοχεύουν στη μείωση των επιπτώσεων των υψηλών τιμών ενέργειας. Η πρόταση της Επιτροπής πρέπει να διευκρινιστεί σχετικά με το τι σημαίνει «τελικός πελάτης ενέργειας/ηλεκτρικής ενέργειας» και εάν τα οφέλη των προτεινόμενων δράσεων περιορίζονται στις ΜμΕ ή μπορούν να διανεμηθούν ευρύτερα και να εφαρμοστούν με τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις. Εάν πάλι δεν δοθεί στήριξη στους ΜμΕ, καθιστώντας τους ανίκανους να συγκρατήσουν τον αντίκτυπο του υψηλού ενεργειακού κόστους, τότε θα έχουμε αναπόφευκτα αρνητικές επιπτώσεις στο κόστος ζωής των καταναλωτών και θα ασκηθούν πιέσεις στην αγορά που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την ικανότητα επιβίωσης ορισμένων εταιρειών. Η αναγνώριση του λιανικού και χονδρικού εμπορίου ως κλάδου έντασης ενέργειας είναι επιβεβλημένη αφού μια τυπική υπεραγορά μπορεί να καταναλώνει 2GWh/έτος και ένα πολυκατάστημα κατά μέσο όρο 7GWh/έτος. Με πολλά εκατομμύρια καταστήματα και χώρους χονδρικής πώλησης όλων των μεγεθών, η συνολική χρήση ενέργειας του εμπορικού κλάδου είναι πολύ σημαντική.
Η σωστή υποστήριξη της επιχειρηματικότητας, μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη μείωση της εξάρτησης από τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα. Όλοι οι τομείς της ευρωπαϊκής αγοράς μπορούν να είναι μέρος της λύσης. Ήδη αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες σε πολλά κράτη μέλη όπως στην Ελλάδα για τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και υπάρχει η ικανότητα να βοηθήσουν στην επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης και των στόχων της ΕΕ για εναλλακτική ενέργεια έως το 2030. Αυτό όμως θα απαιτήσει ένα υποστηρικτικό ρυθμιστικό πλαίσιο και τη σαφή δέσμευση για μείωση των διοικητικών διαδικασιών, κυρίως για ηλιακούς συλλέκτες. Μια βασική υπηρεσία στους καταναλωτές είναι αυτή της ασφάλειας προμήθειας τροφίμων και αποφυγής της σπατάλης, για παράδειγμα, στην ψύξη και τη διατήρηση της ψυκτικής αλυσίδας, πρέπει να αντικατοπτρίζονται μέτρα για τη διατήρηση ενός συνεπούς ενεργειακού εφοδιασμού όπου θα εφαρμόζονται μέτρα μείωσης της ζήτησης στις ώρες αιχμής. Η διαφάνεια στον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το Προσωρινό Πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις για να βοηθήσουν τις εταιρείες να ανταποκριθούν στην ενεργειακή κρίση, να εξασφαλίσουν πρόσβαση χωρίς διακρίσεις και να αποθαρρύνουν τα κράτη μέλη να προσθέτουν πρόσθετους όρους. Στην παραγωγή ενέργειας είναι σημαντική η καθοδήγηση σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής του ορίου του 3% βάσει της οδηγίας για την ενεργειακή φορολογία και εναρμόνιση των βασικών στοιχείων των κρατικών ενισχύσεων, για την αποφυγή κατακερματισμού της ενιαίας αγοράς, διασφαλίζοντας μη γραφειοκρατική πρόσβαση στις κρατικές ενισχύσεις σε όλους τους τομείς που πληρούν αυτά τα αντικειμενικά κριτήρια, επιτρέποντας να ανταποκριθούν στη βραχυπρόθεσμη πρόκληση του αυξανόμενου ενεργειακού κόστους και να επενδύσουν μακροπρόθεσμα στην πρόσβαση και στην παραγωγή εναλλακτικής ενέργειας. Πρέπει να εξεταστούν τα μέτρα της αγοράς όπως οι τιμές τροφοδοσίας δικτύου, που μπορούν να επιτρέψουν βιώσιμες επενδύσεις για τη μεγιστοποίηση της ικανότητας των επιχειρήσεων να παράγουν εναλλακτική ενέργεια και να την μοιραστούν, όπου αυτό υπερβαίνει τις ανάγκες ιδίας χρήσης.
Η συνέχιση των αλλαγών που προτείνονται στο πλαίσιο του REPowerEU για τον εξορθολογισμό και την επιτάχυνση της έκδοσης αδειών για την εγκατάσταση υποδομών εναλλακτικής ενέργειας, είναι απαραίτητη συμπεριλαμβανομένης της αποσαφήνισης της θέσης όπου ενοικιάζεται εμπορική ιδιοκτησία από την εταιρεία που επιθυμεί να την εγκαταστήσει. Επίσης η διασφάλιση ότι οι υποχρεώσεις στο πλαίσιο του REPowerEU και ειδικότερα στην Ενεργειακή Απόδοση των Κτιρίων ταιριάζουν ρεαλιστικά με την ικανότητα των φορέων εκμετάλλευσης να επωμίζονται το κόστος των σημαντικών επενδύσεων που συνεπάγονται. Αυτά πρέπει επίσης να αντικατοπτρίζουν τις πρακτικές δυνατότητες που αφορούν τη διαθεσιμότητα εξοπλισμού και ειδικευμένου εργατικού δυναμικού στις υποχρεώσεις εγκατάστασης σταθμών ταχείας φόρτισης οχημάτων ή εναλλακτικής υποδομής ηλεκτρικής ενέργειας. Το συμπέρασμα είναι πως ο αριθμός των επαγγελματικών χώρων των ΜμΕ από κοινού συνιστά τόση χρήση ενέργειας, όση το οικοσύστημα της βιομηχανίας, που συνήθως θεωρείται ενεργοβόρα. Ως εκ τούτου όλοι θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ταυτόχρονα ως κλάδοι έντασης ενέργειας και ως βασική υποδομή της οποίας η συνέχεια του εφοδιασμού ηλεκτρικής ενέργειας είναι απαραίτητη για να εφοδιάζονται οι καταναλωτές με καθημερινά είδη πρώτης ανάγκης και να διατηρούν τα τρόφιμα ασφαλή, αλλά και να αποφεύγουν τη σπατάλη. Πρέπει να της παρασχεθεί από την Κομισιόν η πρόσβαση χωρίς διακρίσεις σε κρατικές ενισχύσεις για να αντιμετωπίσει η εφοδιαστική αλυσίδα βραχυπρόθεσμα τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης, να επενδύσει σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας και να αυξήσει την ενεργειακή απόδοση. Ο κίνδυνος να μετατραπεί η ενεργειακή κρίση σε εφοδιαστική κρίση είναι ορατός και πρέπει να αποφευχθεί «πάση δυνάμει».