«Η ανακοίνωση των μέτρων αυτών γίνεται από τη μια σε μια συγκυρία που η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται και πιο γρήγορα από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές και από την άλλη είναι μία οικονομία η οποία ακόμη είναι ασθενής, έχει ξεκινήσει από χαμηλή βάση και πρέπει να φοβάται και μη μας προλάβει μία επόμενη κρίση και επίσης τι θα γίνει σε δύο χρόνια να πούμε από τώρα, όταν τελειώσουν και τα χρήματα του ταμείου ανάκαμψης». Αυτό ανέφερε, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας 91,6 και 105,8, σχολιάζοντας τα μέτρα του μέτρα που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός στην 88η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, ο Νίκος Βέττας, Γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
«Δεδομένων αυτών ας ξεχωρίσουμε ίσως τρεις κατηγορίες, όπως το θέσατε και εσείς. Τι μας άρεσε, τι δεν μας άρεσε; Ο καθένας έχει τις προτιμήσεις του. Στα απόλυτα θετικά, εγώ θα έβαζα την εξαγγελία για μία περαιτέρω μείωση κατά μία μονάδα των ασφαλιστικών εισφορών στην εργασία. Αυτό είχε αναγγελθεί. Ο προγραμματισμός ήταν για μισή μονάδα τώρα και ότι θα γίνει αργότερα το υπόλοιπο. Αυτό αφορά όλους τους μισθωτούς. Θα το εξειδικεύσει ο υπουργός Οικονομικών φαντάζομαι αμέσως τώρα, όπως προαναγγέλλεται, αλλά ουσιαστικά αν μπορεί κανείς να βάλει το δάχτυλό του στο μεγαλύτερο πρόβλημα που έχει η οικονομία μας όλα τα τελευταία χρόνια είναι ότι βάζει υπερβολικό βάρος, φορολογικό και ασφαλιστικό στην επίσημη εργασία και ιδίως στη μισθωτή εργασία και έχουν ήδη μειωθεί κατά κάποιες μονάδες οι επιβαρύνσεις τα τελευταία λίγα χρόνια. Προχωράει. Αυτό θα ευνοήσει κατά ένα ποσοστό τους εργαζόμενους. Δεν είναι τρελά λεφτά, αλλά είναι κάποια ελάφρυνση. Αλλά επίσης στις επιχειρήσεις και ιδίως στις μικρότερες, που είναι και αυτές μεγαλύτερης έντασης εργασίας, άρα απασχολούν περισσότερους ανθρώπους. Επίσης, κάτι σηματοδοτεί αυτό. Ότι βάζω τα χρήματά μου για να στηρίξω την εργασία στη χώρα. Εγώ αυτό το βάζω πάνω πάνω στο κουτάκι στο τι μπορεί να μου άρεσε».
Εν συνεχεία, δεν παρέλειψε να σημειώσει το εξής «Όπως σας έλεγα και πιο πριν, για μένα το πιο θετικό είναι η συνέχιση της ελάφρυνσης της μισθωτής εργασίας με τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών που ανακοινώθηκε. Θα έλεγα ότι αυτό είναι και απαραίτητο, διότι ο πληθωρισμός έχει ανεβάσει και τα φορολογικά έσοδα από την εργασία και από την κατανάλωση με έναν τρόπο ο οποίος δεν θα είναι διατηρήσιμος, γιατί δεν μπορεί κανείς να ελπίζει ότι θα παραμείνει ο πληθωρισμός, αλλά έχει υπάρξει μία μεταφορά εισοδήματος λόγω του πληθωρισμού και έχει ενισχύσει τα φορολογικά έσοδα. Εδώ θέλω να έρθω στο δεύτερο, το οποίο θεωρώ ότι είναι θετικό και μετά να πάμε σε αυτά τα οποία είναι λίγο περισσότερο η γκρίζα περιοχή. Το δεύτερο είναι ότι και ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομικών, όπως τώρα τον ακούσαμε, λένε ότι δεν πρόκειται να ανοίξουμε δημοσιονομικές τρύπες. Η αλήθεια είναι ότι και το ευρωπαϊκό πλαίσιο δεν το επιτρέπει πλέον. Αλλά και μία χώρα η οποία προ λίγων ετών, μην ξεχνιόμαστε, ουσιαστικά πτώχευσε, δεν μπορεί να είναι κοντά στο όριο. Άρα, η λογική πάμε σχετικά καλά σαν οικονομία, να δώσουμε περισσότερα χρήματα και να δημιουργήσουμε τρύπες στο δημόσιο ταμείο, αυτό θα ήταν ό, τι χειρότερο για τους Έλληνες πολίτες».
Έπειτα, τόνισε «Πάμε τώρα σε αυτά όμως, τα οποία εγώ τουλάχιστον θα ήθελα να ακούσω λίγο περισσότερο. Και αυτό έχει να κάνει με το ότι για να μπορεί να είναι και το δημόσιο ταμείο σταθερό, για να μπορούν να συνεχιστούν αλλά και να και να μεγαλώσουν ακόμη περισσότερο αυτοί οι ρυθμοί ανάπτυξης, διότι, όταν τελειώσει το ταμείο ανάκαμψης, όταν τελειώσει η σημερινή συγκυρία και βρεθούμε και στην επίδραση των υψηλότερων επιτοκίων και στην Ευρώπη, δεν πρέπει αυτό το 2% που έχουμε τώρα να πάει στο 1, πρέπει να πάει στο 3%. Αυτή είναι όλη η άσκηση γιατί έτσι θα το καταλάβουν και οι Έλληνες πολίτες, πολύ περισσότερο στην τσέπη τους, είτε με περισσότερες δουλειές είτε με υψηλότερους μισθούς. Για να γίνει αυτό εγώ θεωρώ ότι πρέπει κανείς να συνεχίσει τις δομικές αλλαγές στην ελληνική οικονομία. Και τι εννοώ με αυτό; Εννοώ ότι είτε σε τομείς που είναι στην καρδιά των οικονομικών. Δηλαδή πώς; Πώς γίνονται οι επενδύσεις για παράδειγμα; Οι αδειοδοτήσεις και ούτω καθεξής, είτε για όλη την περιοχή τριγύρω, που είναι πάρα πολύ σημαντική, δηλαδή το σύστημα υγείας, το σύστημα εκπαίδευσης. Εκεί νομίζω ότι πρέπει να είμαστε περισσότερο φιλόδοξοι όσον αφορά τις αλλαγές οι οποίες εξαγγέλλονται και δρομολογούνται. Γίνονται αλλαγές, κλείνουμε την ψαλίδα με τις καλές πρακτικές στην Ευρώπη. Όμως, για να πιάσουμε, ας πούμε και έναν τομέα, τον χώρο της υγείας, βλέπετε ότι το σύστημα υγείας στη χώρα μας έχει τα θετικά αλλά έχει τα αρνητικά του. Κανείς νομίζω λογικός άνθρωπος δεν αρνείται ούτε το ένα ούτε το άλλο».
«Το σύστημα υγείας δεν σημαίνει μόνο νοσοκομεία – Ούτε σημαίνει μόνο γιατροί»
Και συμπλήρωσε «Διότι, όσο ζούμε περισσότερο και όσο αλλάζει και το δημογραφικό, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της δημόσιας δαπάνης αλλά και της ιδιωτικής δαπάνης θα κατευθύνεται εκεί. Άρα, πρέπει να είμαστε πάρα πολύ αποτελεσματικοί. Και παρακολουθώντας τη συζήτηση όλων των τελευταίων εβδομάδων, η οποία κορυφώθηκε και στη ΔΕΘ με κάποιες εξαγγελίες, το σύστημα υγείας δεν σημαίνει μόνο νοσοκομεία. Ούτε σημαίνει μόνο γιατροί. Για παράδειγμα, έχουμε το θέμα του πώς μπαίνει η τεχνολογία μέσα στο σύστημα υγείας, πώς μπαίνει η πρωτοβάθμια, πώς μπαίνει η πρόληψη, η ισορροπία νοσηλευτικού προσωπικού και ιατρών. Όλα αυτά δεν μπορεί κανείς να τα δέσει. Κοιτώντας το μέλλον με το σημερινό σύστημα διοίκησης, όπου μέσα στο δημόσιο τομέα, εκεί θεωρώ ότι οι νοσοκομειακές μονάδες και οι υπόλοιπες μονάδες του ΕΣΥ πρέπει να έχουν μεγαλύτερη αυτονομία και μεγαλύτερη λογοδοσία.
Το ίδιο ισχύει και για εκπαιδευτικές μονάδες. Ουσιαστικά σας πήγα στο ότι είναι ένα ζήτημα και μας έχει φέρει θετικά ως τώρα το να βελτιώνουμε τη λειτουργία του συστήματος. Και είναι ένα άλλο ζήτημα να προετοιμάζουμε το σύστημα για το πώς θέλουμε να είναι σε πέντε χρόνια από τώρα. Και όσον αφορά το δεύτερο, επειδή υπάρχει καθαρός πολιτικός χρόνος για την κυβέρνηση και επειδή νομίζω ότι αυτό είναι ουσιαστικά και το ζητούμενο για την ελληνική οικονομία, όχι απλώς να συγκλίνουμε σιγά σιγά, αλλά να κάνουμε κάποια άλματα εκεί. Δεν είναι ανάγκη να γίνουν όλα στη ΔΕΘ, αλλά έχω την εντύπωση ότι ο πήχης των φιλοδοξιών και ο πήχης του να αλλάξουμε πράγματα, θα μπορούσε να είναι λίγο πιο ψηλά (…)».