Με αφορμή τη διεξαχθείσα, την περασμένη Τετάρτη, 7ωρη συζήτηση στη Βουλή, ο υπουργός Επικρατείας ‘Ακης Σκέρτσος επανέρχεται, με άρθρο του στην «Καθημερινή» στο θέμα που, όπως επισημαίνει εισαγωγικώς, «απασχολεί κάθε ελληνικό σπίτι το τελευταίο διάστημα: τη σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων και πώς μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε πιο αποτελεσματικά».
Αφορμή είναι, βεβαίως, και το πενταετές Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την προστασία των παιδιών από την σεξουαλική βία και εκμετάλλευση που έχει εκπονήσει και αναρτήσει η κυβέρνηση σε δημόσια διαβούλευση εδώ και 10 μέρες στην ιστοσελίδα http://www.opengov.gr/ypep/?p=817 , γράφει επίσης.
Ο υπουργός Επικρατείας καταλήγει, στο άρθρο του, σε τρία πρώτα συμπεράσματα: «Η εθνική αντιπροσωπεία συντονίζεται με τη συγκυρία και εμβαθύνει στα ίδια θέματα που απασχολούν την κοινωνία σήμερα είναι αναμφίβολα θετικό. Οι συγκλίσεις επίσης στα αναγκαία μέτρα τόσο για την πρόληψη και την καταστολή της σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων όσο και για την επανένταξη των θυμάτων στην κανονική ζωή αποκαλύφθηκε πως κατ’ ουσίαν είναι πολύ περισσότερες από τις διαφωνίες. Και τέλος, σε θεσμικό επίπεδο χρειαζόμαστε περισσότερες αντίστοιχες δημόσιες συζητήσεις διότι αυξάνουν την ορατότητα, τη διαφάνεια και εν τέλει την κοινωνική πίεση για κυβερνητική αυτοδέσμευση και λογοδοσία».
Στο ερώτημα που ίσως να απασχολεί κάποιους, αν το εθνικό σχέδιο δράσης συνιστά ένα ευχολόγιο ή όχι, απαντά δε, ως εξής: «Η πραγματικότητα είναι πως τα 3/4 των δράσεων του είναι ήδη ενταγμένα με εξασφαλισμένη χρηματοδότηση στον κυβερνητικό προγραμματισμό του 2023. Αρκετές και σημαντικές έχουν ήδη εφαρμοστεί. Όπως τα μαθήματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στην 3η και 6η Δημοτικού και στην 3η Γυμνασίου ώστε τα παιδιά να γνωρίσουν καλύτερα το σώμα τους αλλά και να αντιληφθούν τι συνιστά “ασφαλές άγγιγμα” από έναν ενήλικο πάνω τους και τι όχι. Αντίστοιχα έχουν διπλασιαστεί οι προσλήψεις ψυχολόγων στα σχολεία μας και υλοποιούνται ήδη ειδικά προγράμματα κατάρτισης στους εκπαιδευτικούς ώστε να μπορούν να διακρίνουν τα πρώτα σημάδια κακοποίησης στην ψυχολογία ή στο σώμα ενός παιδιού και να κινητοποιούν τους αντίστοιχους μηχανισμούς».
Αλλά και στον τομέα της δικαιοσύνης έχουν γίνει αντιστοίχως πολλά βήματα, όπως σημειώνει, «με την αυστηροποίηση των ποινών για τα εγκλήματα κατά ανηλίκων που είχαν αδικαιολόγητα μειωθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση. Αλλά και με τη λειτουργία του πρώτου σπιτιού του παιδιού στην Αθήνα -και έπεται της Θεσσαλονίκης- ώστε η δικανική διαδικασία να γίνει πιο φιλική προς τα παιδιά θύματα. Βήματα που έχουν αναγνωριστεί από το ετήσιο Justice Scoreboard της ΕΕ που κατατάσσει πλέον τη χώρα μας στις 3 πρώτες θέσεις πανευρωπαϊκά στον σχετικό δείκτη που αφορά στη μεταχείριση ανηλίκων».
Ωστόσο, «βρισκόμαστε εκεί που θέλουμε; Όχι ακόμη», αναγνωρίζει και προσθέτει: «Οι απαράδεκτες διαρροές στοιχείων της δικογραφίας και των καταθέσεων από πρόσφατες υποθέσεις μας προσβάλλουν όλους. Συνιστούν αυτό που θέλουμε να καταπολεμήσουμε και ονομάζουμε στο εθνικό σχέδιο δράσης “δευτερογενή κακοποίηση” των ανηλίκων θυμάτων, το δεύτερο “βιασμό” που υφίστανται δηλαδή ως προσωπικότητες, όταν το κράτος λειτουργεί με ασυνέχειες και γραφειοκρατική αδιαφορία χωρίς να διαθέτει ένα ενιαίο πρωτόκολλο διαχείρισης των περιστατικών κακοποίησης ανηλίκων που θα δεσμεύει όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Και το οποίο επιτέλους προβλέπεται από το σχέδιο μας», υπογραμμίζει επίσης.
Στο επίπεδο δε, της Παροχής Υποστηρικτικών Υπηρεσιών, «με τη στήριξη του συστήματος εναλλακτικών τοποθετήσεων παιδιών δίνεται πολύ μεγαλύτερη ευχέρεια τοποθέτησης του ανήλικου θύματος αλλά και των ανηλίκων αδερφιών του σε οικογενειακού τύπου πλαίσιο αφού εξαντληθούν στη διερεύνηση όλες οι δυνατότητες παραμονής τους με μέλη της βιολογικής οικογένειάς τους. Δημιουργείται εθνικό αρχείο καταγραφής κρουσμάτων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ώστε οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες όλων των συναρμόδιων τομέων να μπορούν να παρακολουθούν η μια τις βασικές ενέργειες της άλλης».
Επιπλέον, προσθέτει, «δημιουργείται και ειδικό ποινικό Μητρώο θυτών ώστε να μην ξαναπλησιάζουν παιδιά μετά την καταδίκη τους».
Εν κατακλείδι, «όλα τα παραπάνω -και πολλά ακόμη- συνιστούν όψεις ενός πολύπλευρου, σύνθετου σχεδίου για την προστασία της ανηλικότητας που επαναπροσδιορίζει τη σημασία του λεγόμενου “κοινωνικού συμβολαίου” στη σημερινή εποχή. Με μεγαλύτερη έμφαση και επένδυση στην πρόληψη και την πρώιμη κοινωνική παρέμβαση, με εκσυγχρονισμό των διωκτικών και κατασταλτικών μεθόδων αλλά και με διαρκή μέριμνα για το “μετά” για το πώς θα μπορέσουμε δηλαδή να θεραπεύσουμε τα βαθιά τραύματα από τα σώματα και τις ψυχές αυτών των παιδιών. Διότι μόνο αν “γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα”», καταλήγει ο ‘Α. Σκέρτσος.