«Φρένο» στις καθυστερήσεις καταβολής των αποζημιώσεων στους παρόχους καθολικών υπηρεσιών φιλοδοξεί να βάλει σχέδιο υπουργικής απόφασης που συνέταξε η ΕΕΤΤ και δόθηκε σε δημόσια διαβούλευση πριν την οριστική του κατάθεση στο υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης.
Ειδικότερα, το εν λόγω σχέδιο καθορίζει τον επιμερισμό των αποζημιώσεων αλλά και τον τρόπο και τον χρόνο καταβολής τους προς τον πάροχο καθολικής υπηρεσίας ώστε να διασφαλίζεται η όσον τον δυνατόν πιο δίκαιη και μη αμφισβητήσιμη συμμετοχή των άλλων τηλεπικοινωνιακών παρόχων.
Αυτός είναι και ο λόγος που το περιθώριο καταβολής της συμμετοχής των άλλων τηλεπικοινωνιακών παρόχων στην καθολική υπηρεσία ορίζεται σε τρεις μήνες ενώ υποδεικνύονται ξεκάθαρα και ποιοι από τους παρόχους θα συμμετέχουν στην καταβολή της αποζημίωσης.
Τι προβλέπει το σχέδιο της υπουργικής απόφασης
Βάσει του άρθρου ένα του σχεδίου,όπου και καθορίζεται ο τρόπος επιμερισμού του Καθαρού Κόστους Καθολικής Υπηρεσίας και αποζημίωσης του Παρόχου της Καθολικής Υπηρεσίας διευκρινίζεται ότι σε αυτό δεν εμπίπτει η διαδικασία ελέγχου του καθαρού κόστους που δηλώνει η καθορισμένη επιχείρηση ως καθαρό κόστος παροχής Καθολικής Υπηρεσίας.
Ως καθαρό κόστος Καθολικής Υπηρεσίας, ορίζεται η διαφορά μεταξύ του καθαρού κόστους λειτουργίας μιας καθορισμένης επιχείρησης με υποχρεώσεις Καθολικής Υπηρεσίας και της λειτουργίας της χωρίς τις υποχρεώσεις Καθολικής Υπηρεσίας.
Για τον υπολογισμό δε αυτού θα πρέπει να συνεκτιμώνται τα οφέλη, συμπεριλαμβανομένων των άυλων ωφελειών, που αποκομίζει η καθορισμένη επιχείρηση, γεγονός που ισχύει είτε το δίκτυο είναι πλήρως ανεπτυγμένο, είτε βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης και επέκτασης.
Οι Υπόχρεες επιχειρήσεις
Όσον αφορά τις Υπόχρεες Επιχειρήσεις οι οποίες ορίζονται στο άρθρο τρία, διευκρινίζεται ότι το Καθαρό Κόστος Καθολικής Υπηρεσίας επιμερίζεται μεταξύ των αδειοδοτημένων παρόχων που παρέχουν:
-Υπηρεσίες Φωνής (κωδικοί υπηρεσιών Α0104, Β0203, Β0205, Β0207, Β0208 και Β0209, ως ισχύουν, σύμφωνα με τον εκάστοτε ισχύοντα Κανονισμό Γενικών Αδειών)ή/και
-Υπηρεσίες Πολυμεσικής Πληροφόρησης συμπεριλαμβανομένων SMS (Short Messaging Service) / MMS (Multimedia Messaging Service) Προστιθέμενης Αξίας (κωδικός υπηρεσίας Β0108, ως ισχύει, σύμφωνα με τον εκάστοτε ισχύοντα Κανονισμό Γενικών Αδειών) ή/και
-Υπηρεσίες πρόσβασης στο Διαδίκτυο (κωδικός υπηρεσίας Β0104, ως ισχύει, σύμφωνα με τον εκάστοτε ισχύοντα Κανονισμό Γενικών Αδειών) ή/και
-Υπηρεσίες τηλεφωνικού καταλόγου (κωδικός υπηρεσίας Β0206, ως ισχύει, σύμφωνα με τον εκάστοτε ισχύοντα Κανονισμό Γενικών Αδειών) στην ελληνική επικράτεια.
Τα κριτήρια συμμετοχής Παρόχων στον επιμερισμό του Καθαρού Κόστους
Ωστόσο οι αδειοδοτημένοι προαναφερθέντες πάροχοι που ορίζονται ως υποχρέες επιχειρήσεις θα πρέπει να πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια. Για την ακρίβεια θα πρέπει ο συνολικός κύκλος εργασιών από παροχή δημοσίων δικτύων ή/και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών διαθέσιμων στο κοινό να είναι 15 εκατ. ευρώ, ποσό το οποίο θα αφαιρείται από τον συνολικό κύκλο εργασιών για την συμμετοχή τους στον επιμερισμό του Καθαρού Κόστους Καθολικής Υπηρεσίας.
Επιπλέον, για την περίπτωση υπόχρεων επιχειρήσεων που βρίσκονται υπό κοινό έλεγχο, το προαναφερθέν όριο 15 εκατ. ευρώ για τη συμμετοχή στον επιμερισμό του Καθαρού Κόστους Καθολικής Υπηρεσίας ελέγχεται με βάση το άθροισμα των εσόδων όλων των υπόχρεων επιχειρήσεων που βρίσκονται υπό κοινό έλεγχο.
Πώς επιμερίζεται το κόστος
Όσον αφορά τον υπολογισμό του Καθαρού Κόστους Καθολικής Υπηρεσίας να σημειωθεί ότι επιμερίζεται στις υπόχρεες επιχειρήσεις, κατά την αναλογία συμμετοχής τους στο άθροισμα του κύκλου εργασιών όλων των υπόχρεων επιχειρήσεων.
Για την περίπτωση δε υπόχρεων επιχειρήσεων που βρίσκονται υπό κοινό έλεγχο, ο υπολογισμός της συμμετοχής στο Καθαρό Κόστος Καθολικής Υπηρεσίας γίνεται αρχικά για το σύνολο των υπόχρεων επιχειρήσεων υπό κοινό έλεγχο και στη συνέχεια η συνεισφορά τους επιμερίζεται σε κάθε μία από αυτές ανάλογα με τον κύκλο εργασιών της στο σύνολο του κύκλου εργασιών όλων των υπόχρεων επιχειρήσεων που βρίσκονται υπό κοινό έλεγχο.
Τι ισχύει σε περίπτωση διαφωνιών
Τέλος στο άρθρο πέντε διευκρινίζεται και η διαδικασία Επιμερισμού του καθαρού κόστους Καθολικής Υπηρεσίας όταν προκύψουν τυχόν διαφωνίες.
Για την ακρίβεια όπως τονίζεται,όταν υπάρξει αίτημα αποζημίωσης μιας καθορισμένης επιχείρησης και η ΕΕΤΤ διαπιστώσει ότι υφίσταται υπερβολική επιβάρυνσή της, η Επιτροπή οφείλει, εντός τριών μηνών να υπολογίσει την ακριβή συνεισφορά κάθε μιας από τις υπόχρεες επιχειρήσεις και να την κοινοποιήσει σε αυτές. Για τον προσδιορισμό της συνεισφοράς κάθε μιας από τις υπόχρεες επιχειρήσεις, η ΕΕΤΤ παίρνει ως βάση υπολογισμού τις δηλώσεις τους για το σύνολο των ακαθάριστων ετήσιων εσόδων τους, όπως αυτές υποβάλλονται σύμφωνα με τον Κανονισμό Γενικών Αδειών για τον προσδιορισμό των ετήσιων ανταποδοτικών τελών τους.
Οι υπόχρεες επιχειρήσεις υποχρεούνται να καταβάλλουν τη συμμετοχή τους στο Καθαρό Κόστος Καθολικής Υπηρεσίας, εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών μηνών από την γνωστοποίηση της υποχρέωσής τους σε αυτές. Τα χρήματα κατατίθενται σε χωριστό λογαριασμό που τον διαχειρίζεται η ΕΕΤΤ. Μετά την πάροδο της προθεσμίας των τριών μηνών, η ΕΕΤΤ καταβάλλει στις καθορισμένες επιχειρήσεις τα χρήματα, που κατά τα ανωτέρω έχουν καταβληθεί σε αυτήν.
Καταβολή εντός 3 μηνών – Τι ισχύει για τις καθυστερήσεις πληρωμών
Η τελευταία ημέρα της ανωτέρω τρίμηνης προθεσμίας για την καταβολή της συνεισφοράς των υπόχρεων επιχειρήσεων στο Καθαρό Κόστος Καθολικής Υπηρεσίας αποτελεί τη δήλη ημέρα καταβολής, μετά την παρέλευση της οποίας, η συνεισφορά επιβαρύνεται με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας, όπως αυτός καθορίζεται με πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Ωστόσο αν η καταβολή της συμμετοχής των υπόχρεων επιχειρήσεων στο Καθαρό Κόστος Καθολικής Υπηρεσίας καθυστερήσει πέραν των 30 ημερών επισύρει πλέον του τόκου υπερημερίας, την επιβολή προστίμου ή άλλων διοικητικών κυρώσεων από την EETT, σύμφωνα με το ν. 4727/2020.
Εντός του σχεδίου προβλέπονται και «ευκολίες πληρωμής» αφού όπως διευκρινίζεται, η ΕΕΤΤ διατηρεί τη δυνατότητα καταβολής της συνεισφοράς στο κόστος καθολικής υπηρεσίας από τους υπόχρεους παρόχους τμηματικά κατόπιν σχετικής συμφωνίας τους με τον πάροχο/τους παρόχους καθολικής υπηρεσίας.
Η σχετική συμφωνία βέβαια θα πρέπει να συναφθεί μεταξύ των μερών και να υποβληθεί στην ΕΕΤΤ εντός τριών μηνών από τη γνωστοποίηση της υποχρέωσης καταβολής της συμμετοχής στο Καθαρό Κόστος Καθολικής Υπηρεσίας.
Κατόπιν της γνωστοποίησης η Επιτροπή θα παρακολουθεί την τήρηση της συμφωνίας από τα δύο μέρη.
Η καταβολή των δόσεων, όπως έχουν συμφωνηθεί, γίνεται σε λογαριασμό της ΕΕΤΤ, η οποία στη συνέχεια καταβάλλει το αναλογούν ποσό στον πάροχο/στους παρόχους καθολικής υπηρεσίας. Εάν δεν τηρηθεί ο συμφωνημένος διακανονισμός, επιβάλλεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας, όπως αυτός καθορίζεται με πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι κατά τον επιμερισμό του καθαρού κόστους καθολικής υπηρεσίας, οι υπόχρεες επιχειρήσεις καταβάλλουν ανά πάροχο καθολικής υπηρεσίας και ανά έτος, το ύψος της συμμετοχής τους, που αντιστοιχεί στο καθαρό κόστος καθολικής υπηρεσίας ενός έτους. Εάν η διαπίστωση της ΕΕΤΤ, ότι η Καθορισμένη Επιχείρηση ή οι Καθορισμένες Επιχειρήσεις υφίστανται υπερβολική επιβάρυνση από τις υποχρεώσεις Καθολικής Υπηρεσίας που έχουν αναλάβει, αφορά περισσότερα του ενός έτη, τότε η συμμετοχή των υπόχρεων επιχειρήσεων στο κόστος καθολικής υπηρεσίας ανά πάροχο καθολικής υπηρεσίας καταβάλλεται σε ετήσιες δόσεις, ίσες σε αριθμό με τον αριθμό των ετών που αφορά η διαπίστωση της ΕΕΤΤ ανά πάροχο καθολικής υπηρεσίας. Σε κάθε περίπτωση, είναι δυνατή η καταβολή της ετήσιας συνεισφοράς στο κόστος καθολικής υπηρεσίας από τους υπόχρεους παρόχους τμηματικά, κατόπιν σχετικής συμφωνίας τους με τον πάροχο/τους παρόχους καθολικής υπηρεσίας σύμφωνα με τα ανωτέρω.
Τέλος όπως επισημαίνεται στο Άρθρο 6 στην περίπτωση που έχει ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός επιμερισμού του Καθαρού Κόστους Καθολικής Υπηρεσίας, η ΕΕΤΤ θα δημοσιεύει ετήσια έκθεση, στην οποία θαφαίνεται το υπολογιζόμενο κόστος των υποχρεώσεων Καθολικής Υπηρεσίας, θα προσδιορίζονται οι συνεισφορές κάθε μιας από τις υπόχρεες επιχειρήσεις και θα προσδιορίζεται το οποιοδήποτε όφελος στην αγορά, που, ενδεχομένως, αποκομίζουν οι καθορισμένες επιχειρήσεις.
Η εν λόγω απόφαση αφορά τη διαδικασία επιμερισμού του Καθαρού Κόστους Καθολικής Υπηρεσίας, αποζημίωσης του Παρόχου Καθολικής Υπηρεσίας (καθορισμένη επιχείρηση) και εναρμόνιση του πλαισίου αυτής στο ν.4727/2020. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να στείλουν τις απαντήσεις τους στην ΕΕΤΤ μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου οπότε και λήγει η δημόσια διαβούλευση.