Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήEDITOR'S PICKSΆκης Πάνου: Η παθολογική αγάπη για την κόρη του τον έκανε φονιά

Άκης Πάνου: Η παθολογική αγάπη για την κόρη του τον έκανε φονιά

Το finupnews σε αποκλειστική συνεργασία με τις εκδόσεις Πατάκη σας παρουσιάζει επιλεγμένα κείμενα από τα βιβλία του Πάνου Σόμπολου για τα μεγάλα εγκλήματα που συγκλόνισαν την χώρα. Η πρώτη ιστορία αφορά στον μουσικοσυνθέτη Άκη Πάνου.

Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο που δεν το γουστάρω, κι όμως το φουμάρω κι όταν γίνει η γόπα κέρασμα στον χάρο όταν έρθει η ώρα και τονε τρακάρω.

Ο Άκης Πάνου, που ήταν ένας πασίγνωστος συνθέτης και στιχουργός, καθώς είχε γράψει εκατοντάδες τραγούδια, έβαλε τα δυνατά του και δημιούργησε ένα από τα καλύτερά του, το «Η ζωή μου όλη». Πολλά από τα τραγούδια του θα τραγουδιούνται για πολλές γενιές, καθώς έχουν αφήσει εποχή. Το συγκεκριμένο το τραγούδησε με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία ο λαϊκός βάρδος, ο μεγαλύτερος τραγουδιστής της τελευταίας πεντηκονταετίας, ο Στέλιος Καζαντζίδης.

Ο Πάνου ήταν άνθρωπος με οικογενειακές αρχές, που πίστευε στην παράδοση και διαφύλαττε τα ήθη και τα έθιμα ως κόρην οφθαλμού. Αυτές τις αρχές που πρέσβευε και υπηρετούσε προσπαθούσε να τις μεταδίδει και μέσα από τους στίχους των τραγουδιών που έγραφε και γίνονταν επιτυχίες.

Ωστόσο, αυτός ο άνθρωπος, που αγαπήθηκε και προσέφερε πολλά στην πολιτιστική κληρονομιά της χώρας μας, έμελλε να φτάσει στο έγκλημα, να σκοτώσει τον εραστή της αγαπημένης του κόρης –της είχε ιδιαίτερη αδυναμία, όπως έλεγε ο ίδιος– και να στιγματισθεί κοινωνικά και τελικά μετά από χρόνια να μην αντέξει και να βρει τον θάνατο.

Ας δούμε όμως πώς διαδραματίστηκαν τα γεγονότα και κάτω από ποιες συνθήκες έγινε φονιάς ο γνωστός συνθέτης. Για το έργο και την προσφορά του δεν είμαι αρμόδιος να μιλήσω – δεν είμαι του καλλιτεχνικού ρεπορτάζ. Όμως ως δημοσιογράφος που ζω σε αυτή την κοινωνία μπορώ μόνο να πω με βεβαιότητα ότι η προσφορά του ήταν ιδιαίτερα μεγάλη.

Πριν πάμε στο έγκλημα, είναι χρήσιμο να πούμε ορισμένα πράγματα για τον ίδιο, την οικογένειά του και ειδικότερα για τα παιδιά του.

O Αθανάσιος-Δημήτριος Πάνου του Στέφανου και της Ελευθερίας γεννήθηκε το 1933 στην Αθήνα. Από μικρό τον φώναζαν Άκη. Στα 17 του χρόνια, γνώρισε την πρώτη του γυναίκα, τη Δήμητρα, και παντρεύτηκαν τον Οκτώβριο του 1954. Δεν έκαναν παιδιά. Έμειναν μαζί ως το 1976. Τότε γνωρίστηκε με την Άννα Μπακιρτζή, η οποία είχε γεννηθεί στο Κουτσό Ξάνθης, είχε μεγαλώσει στην Ξάνθη και σε ηλικία 15 ετών είχε φύγει για την Αθήνα, όπου γνώρισε τον Άκη.

Άκης και Άννα συζούσαν και απέκτησαν τέσσερα παιδιά, χωρίς να είναι παντρεμένοι. Την Ελευθερία, 19 χρονών (όταν έγινε το φονικό), τον Στέφανο, 15 χρονών, και τους δίδυμους Βαγγέλη και Αθανάσιο-Δημήτριο (έχει το διπλό όνομα του πατέρα του), 13 χρονών.

Σύμφωνα με τα όσα είπε στην αστυνομία η Μπακιρτζή, έλεγε στον Άκη να παντρευτούν κι εκείνος της απαντούσε: «Τώρα μεγαλώνουμε τα παιδιά μας». Το 1986, η οικογένεια μετακόμισε από την Αθήνα στην Ξάνθη. Τελικά, το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1993. Ο Άκης πηγαινοερχόταν στην Αθήνα, όπου ήταν η δουλειά του για μεγάλο χρονικό διάστημα, και αργότερα φαίνεται ότι δεν τα πήγαινε πολύ καλά με την Άννα και εγκαταστάθηκε σχεδόν μόνιμα στην πρωτεύουσα. Στην Ξάνθη πήγαινε και έβλεπε εκείνη και τα παιδιά του. Η Άννα άνοιξε στην Ξάνθη πρακτορείο ΠΡΟΠΟ.

Τον Νοέμβριο του 1996, η Ελευθερία άρχισε να μην πηγαίνει σπίτι και η μάνα της πληροφορήθηκε ότι διατηρούσε σχέσεις με τον Σωτήρη Γιαλαμά, 28 χρονών, χειριστή μηχανημάτων έργων και οδηγό φορτηγών αυτοκινήτων, ο οποίος ήταν παντρεμένος και πατέρας ενός αγοριού ηλικίας 5 χρονών. Ο Γιαλαμάς τον Φεβρουάριο του 1997 χώρισε με τη γυναίκα του, η οποία πήρε μαζί και το παιδάκι τους. Έκτοτε ήταν μαζί με την Ελευθερία. Η Μπακιρτζή αντιδρούσε σε αυτή τη σχέση, και πολύ περισσότερο αντιδρούσε ο Άκης. Όμως οι προσπάθειές τους για να διακοπεί αυτός ο δεσμός δεν είχαν αποτέλεσμα.

Η εξαφάνιση

Περίπου δύο μήνες πριν από το φονικό, ο Άκης Πάνου είχε ζήσει ένα θρίλερ με την εξαφάνιση της αγαπημένης του κόρης Ελευθερίας. Κατατρομοκρατήθηκε επειδή πίστευε ότι κάποιοι την είχαν απαγάγει και φοβόταν για τη ζωή της.

Η δεκαεννιάχρονη Ελευθερία εργαζόταν στον τηλεοπτικό σταθμό της Ξάνθης ΕΓΝΑΤΙΑ TV ως τηλεπαρουσιάστρια. Εξαφανίστηκε χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα. Οι μέρες περνούσαν κι εκείνη δεν έλεγε να φανεί. Ο Άκης ανησυχούσε πολύ και δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του τον φόβο ότι το παιδί του είχε πέσει θύμα απαγωγής από τα κυκλώματα της νύχτας. Αυτό πίστευε, αν και αναρωτιόταν για ποιον λόγο οι απαγωγείς δεν είχαν κάνει ακόμα την εμφάνισή τους.

Η Ελευθερία είχε φύγει το απόγευμα της Δευτέρας, 19 Μαΐου, από το σπίτι της για να πάει στη δουλειά της στο κανάλι. Το βράδυ δεν επέστρεψε και, όταν η μάνα της ρώτησε στη δουλειά της, της είπαν ότι η κόρη της δεν είχε πάει καθόλου από εκεί. Ανήσυχη η Άννα, καθώς το μυαλό της πήγαινε στο κακό, αργά τη νύχτα πήγε στην Ασφάλεια της Ξάνθης και έκανε δήλωση εξαφάνισης. Ακολούθησαν αναζητήσεις από την αστυνομία αλλά και από την οικογένεια. Έψαξαν, τηλεφώνησαν παντού, χωρίς όμως αποτελέσματα. Οι μέρες πέρασαν και η αγωνία κορυφώθηκε, καθώς όλοι φοβούνταν τα κυκλώματα της νύχτας, για τα οποία μιλούσε διαρκώς ο πατέρας της.

Ο πρώτος που κλήθηκε από την αστυνομία για να δώσει πληροφορίες ήταν ο άνθρωπος με τον οποίο η Ελευθερία είχε ερωτικό δεσμό, ο Σωτήρης Γιαλαμάς, ο οποίος δήλωσε άγνοια, και μάλιστα ισχυρίστηκε ότι είχε να τη δει πολλές μέρες.

Και ενώ η Ξάνθη ήταν ανάστατη από την εξαφάνιση της τηλεπαρουσιάστριας, ξαφνικά τα πράγματα πήραν άλλη τροπή, αφού η Ελευθερία έδωσε σημεία ζωής. Τηλεφώνησε στον διευθυντή του τηλεοπτικού σταθμού Ηλία Σιδηρόπουλο και τον διαβεβαίωσε ότι ήταν καλά και ότι σύντομα θα επέστρεφε. Τηλεφώνησε επίσης και σε κανάλι της Αθήνας, λέγοντας πως ήταν καλά και πως δεν θα έπρεπε να ανησυχεί ο πατέρας της και η οικογένειά της. Τελικά η Ελευθερία εμφανίστηκε. Είχε φύγει με τον άνθρωπο που αγαπούσε, τον Σωτήρη Γιαλαμά, τον οποίο δεν ήθελε η οικογένειά της για γαμπρό. Ο Άκης Πάνου, όπως ανέφερα και πιο πάνω, ήταν σφόδρα αντίθετος με αυτόν τον δεσμό. Δεν ήθελε τον Γιαλαμά για γαμπρό του με κανέναν τρόπο, όπως και η γυναίκα του, Άννα. Της ήταν αδύνατον να αφήσει την κόρη της να παντρευτεί τον Γιαλαμά, για τον οποίο ο Άκης έλεγε ότι ήταν άνθρωπος της νύχτας, μπράβος και διάφορα άλλα.

Πάμε τώρα στη μοιραία μέρα του φονικού.

Το φονικό

Η είδηση της δολοφονίας μεταδόθηκε αστραπιαία. Ο Άκης Πάνου είχε σκοτώσει τον αγαπητικό της κόρης του επειδή δεν τον ήθελε για γαμπρό. Αυτή ήταν η πρώτη πληροφορία που μου έδωσαν από το αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας και την αστυνομία της Ξάνθης. Χτύπησα συναγερμό, προσπαθώντας παράλληλα να μεταδώσω όσo περισσότερες λεπτομέρειες μπορούσα. Θυμάμαι πως είχα τηλεφωνήσει τότε και στην πολύ καλή συνάδελφο, και πάντα καλά ενημερωμένη, Μελαχροινή Μαρτίδου, στην Κομοτηνή, η οποία μου έδωσε ορισμένα στοιχεία παραπάνω.

Ήταν Σάββατο, 1 Αυγούστου 1997. Ο Άκης Πάνου είχε αναχωρήσει το μεσημέρι αεροπορικώς από την Αθήνα για το αεροδρόμιο της Χρυσούπολης Καβάλας. Πήγε, λοιπόν, στην Ξάνθη, όπως ο ίδιος είπε αργότερα στην αστυνομία, για να ξεκαθαρίσει την κατάσταση με την Άννα και με τα παιδιά, κυρίως με το θέμα της Ελευθερίας, που του είχε γίνει έμμονη ιδέα. Είχε αποφασίσει να χωρίσει με την Μπακιρτζή, και μάλιστα έλεγε ότι πλέον τα παιδιά δεν ήταν μικρά, μπορούσαν να μείνουν με την Άννα.

Φτάνοντας στην Ξάνθη, ο συνθέτης κατευθύνθηκε προς το εξοχικό της οικογένειας, μια αγροικία στην περιοχή Λεύκη, όπου συναντήθηκε με τη γυναίκα του την Άννα και τον γιο του τον Δημήτρη-Αθανάσιο. Η μάνα έστειλε τον γιο να πει στην Ελευθερία, που έμενε στην Ξάνθη μαζί με τον Σωτήρη, να πάει στη Λεύκη να φάνε όλοι μαζί το βράδυ και να συζητήσουν τα θέματα που απασχολούσαν την οικογένεια. Η Ελευθερία έφτασε πράγματι στη Λεύκη την ώρα που ο πατέρας της κοιμόταν. Λίγη ώρα αργότερα, έφτασε και ο αγαπημένος της Σωτήρης Γιαλαμάς, τον οποίο είχε ειδοποιήσει στη δουλειά του ότι θα τον περίμενε στο σπίτι στη Λεύκη.

Η Ελευθερία στο μεταξύ ξύπνησε τον πατέρα της με φιλιά και αγκαλιές. Κάθισαν όλοι μαζί στο τραπέζι να συζητήσουν το θέμα του ζευγαριού και να μπορέσει ο μουσικοσυνθέτης να βρει τρόπο ώστε να διακόψουν τη σχέση τους ήρεμα και πολιτισμένα. Η Ελευθερία από την πλευρά της επέμενε να δώσουν επιτέλους τη συγκατάθεσή τους οι γονείς της, για να μπορέσει να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια με τον αγαπημένο της.

«Ζητώ επίσημα το χέρι της κόρης σας. Θέλω να την κάνω γυναίκα μου. Την αγαπώ πολύ» φέρεται ότι είπε ο Σωτήρης Γιαλαμάς.

Ο Άκης, που έπινε μπίρες συνέχεια και συζητούσε, δεν ήθελε να συγκατανεύσει σε μια τέτοια απόφαση, το ίδιο και η σύζυγός του. Σε κάποια φάση, ο συνθέτης, απευθυνόμενος στον τριαντάχρονο αγαπημένο της κόρης του, του είπε με έμφαση:

«Καλύτερα να με σκοτώσεις, παρά να μου πάρεις την Ελευθερία».

Ταυτόχρονα, πήρε από τον καναπέ το πιστόλι και το ακούμπησε πάνω στο τραπέζι. Σύμφωνα με όσα κατέθεσε αργότερα η Ελευθερία στην αστυνομία, ο αγαπημένος της έδωσε την εξής απάντηση στον πατέρα της:

«Εγώ δεν ήλθα εδώ ούτε να απειλήσω ούτε και να σκοτώσω κανέναν. Αγαπώ την κόρη σου και θέλω να την παντρευτώ και να την κάνω ευτυχισμένη».

Και η Ελευθερία συνεχίζει:

«Παίρνοντας το όπλο, που είχε από χρόνια, ο πατέρας μου πρότεινε τη λαβή στον Σωτήρη λέγοντάς του: “Πάρ’ το και ρίξε με”. Ο Σωτήρης δεν πήρε το όπλο, είπε ότι δεν είχε σκοπό να σκοτώσει κανέναν και “αν θέλεις ρίξε με εσύ”. Αυτό εξόργισε περισσότερο τον Άκη, ο οποίος πέταξε το πιστόλι στον τριθέσιο καναπέ και βγήκε έξω. Τότε η Άννα πήρε το πιστόλι στα χέρια της, λέγοντας: “Μας προσέβαλες, μας εξευτέλισες”. Ο Σωτήρης απάντησε ότι δεν είχε κάνει κάτι τέτοιο».

Πάντα σύμφωνα με την Ελευθερία, κατά τη λογομαχία Σωτήρη-Άννας, εκείνη προσπάθησε να οπλίσει το πιστόλι δύο φορές αλλά δεν τα κατάφερε. Ακούγοντας τη λογομαχία ο Άκης, μπήκε μέσα, πήρε το όπλο και πυροβόλησε στον τοίχο, πάνω από το σημείο όπου καθόταν ο Σωτήρης. Μετά του είπε: «Βγες έξω από το σπίτι μου». Και ο Σωτήρης κατευθύνθηκε προς την έξοδο, ενώ η Ελευθερία προσπάθησε να αποτρέψει τον πατέρα της, λέγοντας στον Σωτήρη να φύγει. Ο Άκης τον ακολούθησε.

Έξω στη βεράντα ακούστηκε ένας πυροβολισμός και ο Άκης είπε στον Γιαλαμά: «Γδύσου, γδύσου, ρε πούστη». Αμέσως μετά η Ελευθερία λέει ότι είδε τον πατέρα της να πυροβολεί στο κεφάλι τον Σωτήρη, που έπεσε νεκρός, με το κεφάλι προς τα κάτω, ανάσκελα.

Όμως νομίζω ότι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε πώς περιέγραψε ο ίδιος ο Άκης Πάνου στην απολογία του το τραγικό περιστατικό.

Τι απολογήθηκε

«Σε λίγο μπήκε στο σπίτι μια άγνωστη φυσιογνωμία, κατάλαβα ποιος ήταν. Τότε πάγωσα, βγήκα έξω για να πλυθώ. Βράχηκε το παντελόνι μου και μπήκα για να αλλάξω. Σκέφτηκα ότι παραβιάστηκε ο χώρος μου και κοίταξα να συγκρατήσω τα νεύρα μου. Του ετοίμαζα προσβλητική συμπεριφορά για να το καταλάβει και να φύγει μόνος του. Ούτε που τον χαιρέτησα. Απευθύνθηκα στην Ελευθερία και της ζήτησα εξηγήσεις, της είπα ότι δεν έχει δικαίωμα να φεύγει με αυτόν τον τρόπο από το σπίτι και να την ψάχνουν και να έχει δεσμό με έναν μπράβο και άνθρωπο της νύχτας.

Τότε ο Γιαλαμάς επενέβη και είπε ότι δεν είναι μπράβος και ότι έχει σκοπό να παντρευτεί την Ελευθερία μέχρι το Πάσχα, οπότε και θα έχει πάρει διαζύγιο. Του λέω ότι θα πάρω την Ελευθερία στην Αθήνα μέχρι το Πάσχα. Ένιωθα ότι με κορόιδευε περισσότερο από την Ελευθερία. Τον προσβάλλω όσο μπορώ περισσότερο. Εκείνος μου λέει ότι θα ζει μαζί με την Ελευθερία, ότι δουλεύει και ότι θα πάρει φορτηγό. Τότε αρχίζει να ανεβαίνει η ένταση της κουβέντας. Με ρώτησε γιατί τον χαρακτήρισα χαπάκια και ξυραφάκια. Του απάντησα ότι τις πληροφορίες τις πήρε η γυναίκα μου από τη σύζυγό του. Την είχα επιβεβαιώσει αυτή την πληροφορία και από άλλες πηγές, από κύκλους της Ξάνθης.

Την ερώτηση αυτή τη θεώρησα αναίδεια, και όχι παράπονο του Γιαλαμά. “Εσύ μπορεί να είσαι όνομα, αλλά και εγώ είμαι δώδεκα χρόνια στο πεζοδρόμιο” μου είπε. Τότε είπα ότι μ’ αυτόν τον άνθρωπο η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Δεν είχα λογική εκείνη την ώρα. Λέω ότι πρέπει να εξαφανιστώ. Έχω βρεθεί απέναντι σε έναν άνθρωπο που μου έχει καταστρέψει το σπίτι. Εκείνη την ώρα παίρνω το πιστόλι και του το δίνω λέγοντας “τελείωνέ με”Ο Γιαλαμάς απάντησε “όχι, ρίξε μου εσύ”. Τότε πέταξα το πιστόλι και βγήκα έξω από το σπίτι. Δεν είχα ηρεμήσει, ήμουν εκτός εαυτού.

Άκουσα φωνές από μέσα και ξαναμπήκα στο σπίτι. Η Άννα μου είπε “αυτός δεν καταλαβαίνει, θέλει να πάρει την Ελευθερία και να φύγουν”. Τότε πήρα το πιστόλι. Δεν μπορώ να πω κατηγορηματικά από πού πήρα το όπλο, από τα χέρια της Άννας ή από τον καναπέ, δεν θυμάμαι ακριβώς. Συγχρόνως πυροβόλησα στον τοίχο λέγοντας “φύγε από το σπίτι μου, αλήτη”. Πίστευα ότι τα λόγια δεν αρκούσαν, γι’ αυτό πυροβόλησα.

Ο Γιαλαμάς σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Πήγα και εγώ από πίσω του, με το πιστόλι στο χέρι. Σταμάτησα στο κεφαλόσκαλο. Ο Γιαλαμάς, ενώ κατέβαινε τα σκαλοπάτια, τον είδα να ξαναγυρίζει προς τα μένα. Πρέπει να τον έβριζα και να με έβριζε. Δεν είχα συναίσθηση των πραγμάτων. Βλέποντας να έρχεται καταπάνω μου ένας άνθρωπος μπρατσωμένος, πυροβόλησα και τον έχασα από τα ματιά μου. Δεν μπορώ να αναπλάσω την εικόνα. Δεν θυμάμαι πόσες σφαίρες έριξα έξω. Πίστευα ότι πυροβολούσα στον αέρα για να σηκωθεί να φύγει. Η γυναίκα μου και η κόρη μου ήταν από πίσω. Όταν τον είδα να πέφτει, είπα στην Ελευθερία να τηλεφωνήσει στο 100. Δεν θυμάμαι να είπα τίποτε άλλο στην Ελευθερία. Δεν είχα πρόθεση να τον σκοτώσω. Δεν είμαι τόσο κουτός, ώστε να αποφασίσω να κάνω έγκλημα μπροστά σε άλλους, να κλείσω με τέτοιο τρόπο το πρώτο ιδιόκτητο σπίτι που απέκτησα, να στήσω παγίδα στο θύμα και να πέφτω να κοιμηθώ μέχρι να έρθει».

Ακολούθησε η σύλληψη του μουσικοσυνθέτη, ο οποίος ήταν αμίλητος και σε κακή κατάσταση. Οδηγήθηκε στην αστυνομία της Ξάνθης, και την επόμενη μέρα στην εισαγγελία. Ο εισαγγελέας άσκησε ποινική δίωξη σε βάρος του για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, παράνομη οπλοφορία, οπλοχρησία και παράνομη κατοχή φυσιγγίων.

Η υπόθεση εκδικάστηκε τον Μάρτιο του 1998 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Καβάλας, με πρόεδρο τον Γεώργιο Μπατζαλέξη, εισαγγελέα τον Δημήτρη Παπαγεωργίου και δικαστές τους Μιχάλη Κακαμανούδη και Στέλλα Αλεξανδράκη, καθώς και με τέσσερις ενόρκους. Συνήγοροι υπεράσπισης του Άκη Πάνου ήταν οι Αλέξανδρος Κατσαντώνης, Δημήτριος Παπαδέλης και Νικόλαος Γεραγάς. Συνήγοροι της οικογένειας Γιαλαμά ορίστηκαν οι Βασίλης Καπερνάρος, Αριστείδης Ρούσαρης και Χουρμούζης Χουρμουζέλης.

Το δικαστήριο, μετά από διαδικασία μιας εβδομάδας, εξέδωσε την απόφασή του. Καταδίκασε τον Άκη Πάνου σε ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση και δεν δέχθηκε κανένα ελαφρυντικό. Το γεγονός ότι οι δικαστές δεν έλαβαν υπόψη τους το έργο και την προσφορά του μουσικοσυνθέτη στη μουσική και την κοινωνία προκάλεσε κριτική από ορισμένους καλλιτεχνικούς και άλλους κύκλους. Απορούσαν γιατί το δικαστήριο δεν του αναγνώρισε ούτε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου.

Μεταξύ των μαρτύρων υπεράσπισης του Άκη Πάνου, εξετάστηκε και ο γνωστός στιχουργός Μανώλης Ρασούλης. Αξίζει εδώ να αναφέρω και το εξής: Εξεταζόμενη η Ελευθερία στο δικαστήριο ως μάρτυρας, ανέφερε μεταξύ των άλλων ότι ήταν έγκυος στον όγδοο μήνα και ότι το παιδί που περίμενε ήταν του Σωτήρη Γιαλαμά.

Ο Άκης Πάνου ήταν ήδη άρρωστος και η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε μέσα στις φυλακές. Πήρε άδεια και νοσηλεύτηκε σε νοσοκομεία, χωρίς αποτέλεσμα, και τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Τελικά, στις 7 Απριλίου του 2000, άφησε την τελευταία του πνοή στο Ευγενίδειο Νοσηλευτικό Ίδρυμα Αθηνών.

Κλείνοντας, θα αναφέρω και μια άλλη τραγική πτυχή για την οικογένεια του Άκη Πάνου. Στις 7 Απριλίου του 2009, βρέθηκε απαγχονισμένο μέσα στο διαμέρισμα όπου έμενε, στην Αθήνα, το δεύτερο παιδί του μουσικοσυνθέτη, ο Στέφανος Πάνου. Τότε έλεγαν ότι το παιδί αντιμετώπιζε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και είχε σχέσεις με ναρκομανείς. Σημασία, πάντως, έχει το γεγονός ότι χάθηκε σε ηλικία 27 χρονών, ακριβώς εννέα χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα του.

spot_img
300px by 250px ad for bank of Chania

MUST READ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ