Την μνήμη των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου τιμά σήμερα, 29 Ιουνίου, η Εκκλησία μας.
Οι δύο Απόστολοι κατέχουν μια ξεχωριστή θέση στη χριστιανική πίστη ως θεμελιωτές της χριστιανοσύνης, όπως φανερώνει και το γεγονός πως στις εικόνες τους παρουσιάζονται μαζί, να κρατούν ένα μικρό βυζαντινό ναό, ο οποίος συμβολίζει την Εκκλησία.
Ο Απόστολος Παύλος
Κορυφαία φυσιογνωμία του χριστιανισμού, ο Απόστολος Παύλος ασπάστηκε το χριστιανισμό μετά το θάνατο και την ανάσταση του Ιησού και αναδείχθηκε σε έναν από τους ηγέτες του, με καθοριστικό ρόλο στην εξάπλωσή του πέραν των ορίων του ιουδαϊσμού, ώστε να καταστεί οικουμενική θρησκεία.
Ο ιουδαϊκού θρησκεύματος Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας το 5και προτού γίνει χριστιανός ονομαζόταν Σαούλ ή Σαύλος στα Ελληνικά.
Επειδή, όμως, απέκτησε την ιδιότητα του ρωμαίου πολίτη, είχε και δεύτερο όνομα, το ρωμαϊκό Πάουλους (Παύλος στα Ελληνικά).
Στην πατρίδα του έμαθε την ελληνική γλώσσα και στα Ιεροσόλυμα σπούδασε εβραϊκή θεολογία κοντά στον σοφό Γαμαλιήλ.
Επίσης, σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής έμαθε και μια τέχνη, αυτήν του σκηνοποιού.
Έλαβε μέρος στο λιθοβολισμό του Στεφάνου και ήταν γεμάτος έχθρα κατά των χριστιανών.
Όταν έμαθε ότι στη Δαμασκό υπήρχαν πολλοί χριστιανοί, πήγε στους αρχιερείς και πήρε την άδεια και συνοδούς να πάει να τους συλλάβει και να τους φέρει δεμένους στα Ιεροσόλυμα.
Ένα όραμα που είδε καθ’ οδόν προς τη Δαμασκό τον έκανε να μεταστραφεί στον χριστιανισμό.
Ένα μεσημέρι, καθώς έτρεχε με το άλογό του προς τη Δαμασκό, μια τρομερή λάμψη τον χτύπησε στο πρόσωπο και τον έριξε στο έδαφος.
Μια φωνή ακούστηκε να του λέει:
«Σαούλ, Σαούλ γιατί με καταδιώκεις;»
Κατατρομαγμένος ο Σαούλ απάντησε: «Ποιος είσαι, Κύριε;»
«Εγώ είμαι, ο Ιησούς, που συ καταδιώκεις. Είναι σκληρό για σένα να λακτίζεις πάνω στα καρφιά» απάντησε η φωνή.
Τότε ο Σαούλ είδε ολοζώντανο τον Ιησού να του λέει:
«Σήκω επάνω Σαούλ και πήγαινε στη Δαμασκό. Εκεί θα μάθεις τι πρέπει να κάμεις».
Ο Σαούλ σηκώθηκε, μα δεν έβλεπε. Ήταν τυφλός.
Οι συνοδοί του, καταφοβισμένοι, τον πήραν από το χέρι και τον έφεραν στην πόλη, στο σπίτι του Ιούδα.
Εκεί έμεινε τρεις ημέρες νηστικός, τυφλός, χωρίς να μπορεί να διακρίνει τίποτα μπροστά του.
Την τρίτη ημέρα κατά διαταγή του Χριστού πήγε και τον βρήκε ο Ανανίας και του είπε:
«Σαούλ, αδελφέ μου, παρουσιάστηκε σε μένα ο Χριστός και με διέταξε να έλθω να σε γιατρέψω».
Πράγματι, ο Σαούλ φωτίστηκε με Άγιο Πνεύμα, πίστεψε στον Χριστό και από τρομερός διώκτης του χριστιανισμού έγινε ο θερμότερος κήρυκας του Ευαγγελίου.
Δεν πέρασαν πολλές μέρες και ο Σαούλ ξεχύθηκε στους δρόμους και τις συναγωγές της Δαμασκού, κηρύττοντας τον Χριστό.
Επειδή, όμως, οι Ιουδαίοι σκέπτονταν να τον πιάσουν και να τον σκοτώσουν, οι χριστιανοί τον έκρυψαν σε ένα σπίτι στην άκρη της πόλης και τη νύχτα τον κατέβασαν με ένα καλάθι από τα τείχη έξω από την πόλη.
Από τη Δαμασκό ο Παύλος πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου γνωρίστηκε με πολλούς χριστιανούς, που τον υποδέχθηκαν έμπλεοι χαράς.
Αμέσως άρχισε να κηρύττει το Λόγο του Θεού, αλλά και πάλι προκάλεσε το μίσος και την οργή των Ιουδαίων, οι οποίοι έψαχναν τρόπο να τον σκοτώσουν.
Τότε ο Σαούλ αναγκάστηκε να φύγει για την Καισάρεια της Παλαιστίνης και αργότερα για την πατρίδα του, την Ταρσό.
Από εκεί, με τον Βαρνάβα, πήγε στην Αντιόχεια της Συρίας, για να κηρύξει.
Εκεί οι οπαδοί του Χριστού πήραν πρώτη φορά το όνομα χριστιανοί.
Στην Αντιόχεια ο Σαούλ κατέστρωσε τα σχέδιά του για τη διάδοση και την εξάπλωση του χριστιανισμού.
Για το σκοπό αυτόν διάλεξε τις μεγάλες πόλεις της εποχής και έκανε τέσσερις περιοδείες.
Πρώτη περιοδεία
Το 45 ο Παύλος μαζί με τον Βαρνάβα και τον ευαγγελιστή Μάρκο ξεκίνησαν από την Αντιόχεια για τη Σελεύκεια, όπου κήρυξαν. Κατόπιν με πλοίο πήγαν στην Κύπρο, όπου ίδρυσαν χριστιανικές εκκλησίες. Στην Πάφο ο πρώτος που πίστεψε ήταν ο ρωμαίος διοικητής Σέργιος Παύλος. Από την Κύπρο με πλοίο επισκέφθηκαν την Πέργη της Μικράς Ασίας, το Ικόνιο, τα Λύστρα και τη Δέρβη, όπου πίστεψε ο Τιμόθεος. Το 48 ο Παύλος πήγε στα Ιεροσόλυμα και πήρε μέρος στην Αποστολική Σύνοδο.
Δεύτερη περιοδεία
Το 52, ξεκινώντας από την Αντιόχεια, επισκέφθηκε πόλεις της Μικράς Ασίας και έφθασε έως την Τροία. Στην αποστολή συμμετείχαν ο Τιμόθεος, ο Σίλας και ο ευαγγελιστής Λουκάς. Από την Τροία με πλοίο πήγε στην Καβάλα και από εκεί στους Φιλίππους, όπου ίδρυσε εκκλησία. Η πρώτη που πίστεψε ήταν η Λυδία με την οικογένειά της. Ακολουθώντας την Εγνατία οδό έφθασε στη Θεσσαλονίκη και στη Βέροια. Κατόπιν πήγε στην Αθήνα, όπου κήρυξε στον Άρειο Πάγο τον αληθινό θεό. Στην Αθήνα πίστεψε ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και η γυναίκα του Δάμαρις. Κατόπιν πήγε στην Κόρινθο και κατέληξε στην Έφεσο.
Τρίτη περιοδεία
Το 56 επισκέφθηκε μέρη της Μικράς Ασίας, της Ελλάδας (Κόρινθο και Μακεδονία) και κατόπιν τα Ιεροσόλυμα. Εκεί τον έπιασαν οι Ιουδαίοι, αλλά ο ρωμαίος διοικητής τον έστειλε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, όπου έμεινε φυλακισμένος επί δύο έτη. Τότε επικαλέστηκε την ιδιότητα του ρωμαίου πολίτη και τον έστειλαν συνοδεία στη Ρώμη για να δικαστεί. Στη Ρώμη, αφού έμεινε δύο χρόνια στη φυλακή, τελικά δικάστηκε και αθωώθηκε.
Τέταρτη περιοδεία
Αφού απελευθερώθηκε, επισκέφθηκε πόλεις της Μικράς Ασίας, της Κρήτης και της Ηπείρου. Το 67 πήγε στη Ρώμη και σύμφωνα με ορισμένες πηγές συναντήθηκε με τον Απόστολο Πέτρο. Τότε, όμως, τον συνέλαβε ο Νέρων και τον θανάτωσε στις 29 Ιουνίου, όταν και γιορτάζεται η μνήμη του.
Εκτός από το κήρυγμα 30 περίπου ετών, ο Παύλος συνέγραψε και 14 επιστολές, στις οποίες διδάσκει ποια πρέπει να είναι η συμπεριφορά των χριστιανών, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο.
Ο Απόστολος Πέτρος
Ένας από τους 12 μαθητές του Χριστού, που δέχτηκε από τους πρώτους, μαζί με τον αδελφό του Ανδρέα, το κάλεσμα του Κυρίου:
«Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων» (Ματθ. δ’, 19).
Η Καθολική Εκκλησία τον θεωρεί ιδρυτή της Εκκλησίας της Ρώμης, πρώτο Πάπα της Ρώμης και πρώτο μεταξύ των Αποστόλων.
Η μνήμη του σε όλες τις χριστιανικές ομολογίες τιμάται στις 29 Ιουνίου, μαζί με εκείνη του Αποστόλου Παύλου.
Ο Πέτρος καταγόταν από τη Βησθαϊδά της Γαλιλαίας και ήταν γιος του Ιωνά.
Ήταν ψαράς, όπως και οι πιο πολλοί από τους αποστόλους.
Το όνομά του, προτού γνωρίσει τον Χριστό, ήταν Σίμων και στα Συριακά Κηφάς.
Ονομάστηκε από τον Ιησού Πέτρος, επειδή είχε πίστη ακλόνητη σαν πέτρα.
Όταν γνώρισε τον Χριστό, παράτησε το επάγγελμά του και το σπίτι του και αφοσιώθηκε στον Μεσσία, που έφερνε το ουράνιο μήνυμα.
Συχνά τον φιλοξενούσε στην Καπερναούμ, στο σπίτι της πεθεράς του, που μια μέρα, άρρωστη βαριά, τη θεράπευσε ο Χριστός. Ο Πέτρος ήταν φύση θερμή, με καρδιά που ξεχείλιζε από αγάπη και αυθόρμητο ενθουσιασμό.
Οι τρόποι του ήταν απλοί, απροσποίητοι και συχνά πρωτόγονοι.
Είχε, όμως, ευμετάβολο χαρακτήρα και πολλές φορές ο Χριστός τον ελέγχει γι’ αυτό.
Για παράδειγμα, διακηρύσσει πάντα πρώτος τη θεότητα του Κυρίου, μα τον αρνείται τρεις φορές, λίγο πριν από τη Σταύρωσή του.
Κι αυτός που δεν τρόμαξε στους ρωμαίους στρατιώτες που πήγαν να τον συλλάβουν, κι έκοψε το αυτί του Μάλχου, φοβάται αργότερα μια παιδούλα, που τον ρωτάει στην αυλή του αρχιερέα, αν είναι κι αυτός μαθητής.
Μετά την Ανάστασή Του, ο Χριστός με τη φράση «Βόσκε τα αρνία μου» (Ιωαν. κα’, 15) αποκαθιστά το μετανοημένο αρνητή στο αποστολικό αξίωμα.
Από τότε, όμως, ο Πέτρος γίνεται αληθινή πέτρα πίστεως, ακλόνητος βράχος αγάπης και προεξάρχει στο αποστολικό έργο.
Κηρύσσει στα Ιεροσόλυμα την ημέρα της Πεντηκοστής και ιδρύει την πρώτη χριστιανική εκκλησία.
Πραγματοποιεί περιοδείες στην Παλαιστίνη, στη Μικρά Ασία και στην Ελλάδα, πηγαίνει στην Αίγυπτο και στη Ρώμη, όπου πεθαίνει μαρτυρικά το 64 ή το 67.
Η παράδοση αναφέρει πως τον σταύρωσαν με το κεφάλι προς τα κάτω.
Η δράση του Αποστόλου Πέτρου συνετέλεσε πολύ στη διάδοση και την εδραίωση του χριστιανισμού.
Ο Πέτρος έγραψε δύο επιστολές στα τελευταία έτη της ζωής του.