Τρίτη, 26 Νοεμβρίου, 2024

MUST READ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΑρχικήΥΓΕΙΑCOVID-19Ωνάσειο–Λαϊκό: Κλινικές μελέτες για τα αντισώματα μεταμοσχευμένων και μη έναντι του κορωνοϊού

Ωνάσειο–Λαϊκό: Κλινικές μελέτες για τα αντισώματα μεταμοσχευμένων και μη έναντι του κορωνοϊού

Τα ποσοστά αντισωμάτων σε υγειονομικούς αλλά και σε ασθενείς με μεταμοσχευμένους νεφρούς και καρδιά, μελέτησαν η Κλινική Νεφρολογίας και Μεταμόσχευσης του Λαϊκού Νοσοκομείου σε συνεργασία με το Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο (ΩΚΚ). Συγκεκριμένα, καταγράφηκε ότι οι μεταμοσχευμένοι είχαν 58% αντισώματα συγκριτικά με το 100% στην ομάδα ελέγχου επαγγελματιών υγείας, 2-3 εβδομάδες μετά. Ειδικότερα η μελέτη που αφορούσε τον εμβολιασμό μεταμοσχευμένων με το mRNA εμβόλιο BNT162b2 (Pfizer/BionTech), δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2021 (Αmerican Journal of Transplantation).

Να σημειωθεί ότι οι ασθενείς με μεταμόσχευση συμπαγών οργάνων και οι αιμοκαθαιρόμενοι έχουν αυξημένο κίνδυνο για όλες τις σοβαρές επιπλοκές που σχετίζονται με τον κορωνοϊό, ενώ διατρέχουν περίπου 3,5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να καταλήξουν μετά από νόσο COVID-19 συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό.

Τα αρχικά ευρήματα μελετών δείχνουν μειωμένη ανοσοαπάντηση σε άτομα με μεταμόσχευση συμπαγών οργάνων στις 2-4 εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση του εμβολιασμού και με τα δύο διαθέσιμα mRNA εμβόλια, ενώ  τα δεδομένα για τους αιμοκαθαιρόμενους είναι πιο ενθαρρυντικά.

Μετά την αρχική δημοσίευση, η ίδια ομάδα αξιολόγησε και τη χημική αλλά και την κυτταρική ανοσία. Ειδικότερα μετρήθηκε η χημική ανοσία σε σύνολο 530 μεταμοσχευμένων συμπαγών οργάνων και 310 αιμοκαθαιρόμενων 3-4 εβδομάδες μετά τη 2η δόση των δύο διαθέσιμων mRNAεμβολίων.

Επίσης προσδιορίστηκε η κυτταρική ανοσία με τη μέθοδο Quantiferon (IFN-γ release assay) σε σύνολο 200 μεταμοσχευμένων και 75 αιμοκαθαιρόμενων.

Στη συνέχεια θα προσδιοριστούν τα αντισώματα και η κυτταρική ανοσία σε 6 εβδομάδες μετά τον αρχικό προσδιορισμό στους μεταμοσχευμένους καθώς και μετά 6 μήνες στους αιμοκαθαιρόμενους.

Επιδίωξη της μελέτης είναι η αξιολόγηση της ανοσοαπάντησης σε μεγάλο αριθμό ασθενών των ειδικών αυτών ομάδων πληθυσμού, καθώς και σύγκριση της αποτελεσματικότητας των δύο mRNA εμβολίων. Εκτιμάται πως θα εξαχθούν συμπεράσματα για την βελτιστοποίηση της  καθιερωμένης εμβολιαστικής πρακτικής.

Η μελέτη σε επαγγελματίες υγείας

Επίσης μια ακόμη  μελέτη με πληθυσμό επαγγελματίες υγείας (ΕΥ)  διεξήχθη στο Λαϊκό Νοσοκομείο και στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο. Σε αυτή συμμετείχαν περισσότεροι από 870 επαγγελματίες υγείας που εμβολιάσθηκαν με το εμβόλιο της Pfizer. Τα κύρια ερωτήματα αυτής της μελέτης ήταν:

α) η παραγωγή αντισωμάτων στις διάφορες κατηγορίες ΕΥ,

β) ο χρόνος διατήρησης τους και

γ) η σύγκριση της αντισωματικής απάντησης μετά από εμβολιασμό ΕΥ σε σχέση με τη φυσική λοίμωξη.

Σε σύγκριση τέθηκε η ομάδα της φυσικής λοίμωξης 180 ασθενών COVID-19 που νοσηλεύτηκαν στα Νοσοκομεία Σωτηρία, Αττικό και Ευαγγελισμός. Οι ερευνητές μέτρησαν τα αντισώματα, 1-2 εβδομάδες μετά τη 2η  δόση του εμβολιασμού και στους πρώτους δυο μήνες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων στη φυσική λοίμωξη.

Τα πρώτα αποτελέσματα με τίτλο “Comparative Immunogenicity οf BNT162b2 mRNA Vaccine With Natural COVID-19 Infection” αναρτήθηκαν στο MedRxiv (https://www.medrxiv.org/content/10.1101/2021.06.15.21258669v1).

Αναλυτικά, βρέθηκαν υψηλότερες συγκεντρώσεις αντισωμάτων μετά τον εμβολιασμό σε γυναίκες, άτομα μικρότερης ηλικίας, άτομα που παρουσίασαν ανεπιθύμητες ενέργειες μετά τον εμβολιασμό και εκείνα με ιστορικό προηγούμενης COVID-19.

Ενδεικτικά, οι ΕΥ που ανέφεραν πυρετό μετά τη 2η δόση, είχαν 2.3 φορές υψηλότερα αντισώματα, ενώ σε αυτούς με προηγηθείσα λοίμωξη ήταν 1.9 φορές υψηλότερα. Αντίθετα, η παραγωγή αντισωμάτων δεν συσχετίσθηκε με την ύπαρξη παραγόντων κινδύνου για σοβαρή COVID-19 και το δείκτη μάζας σώματος (ΒΜΙ).

Οι συγκεντρώσεις μετά από εμβολιασμό, υπερέβαιναν κατά πολύ τις συγκεντρώσεις μετά από φυσική λοίμωξη. Σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν μέχρι και 19 φορές υψηλότερες από τη φυσική λοίμωξη.

Επίσης, επανεξετάστηκαν τέσσερις μήνες μετά τον εμβολιασμό και εντοπίστηκε μείωση κατά 85% σε σχέση με τη συγκέντρωση 1-2 εβδομάδες μετά τη 2η δόση.  Στο 16% παρατηρήθηκαν χαμηλές συγκεντρώσεις που χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης ή/και 3η δόση εμβολιασμού.