«Φρένο» στην επενδυτική έκρηξη που κατέγραψε ο κλάδος του τουρισμού τα προηγούμενα χρόνια έβαλε το 2020 ο κορονοϊός, όπως αποδεικνύει η μελέτη της Grant Thornton με τίτλο: «Η στρατηγική σημασία της Φιλοξενίας για την Ελλάδα» που διενεργήθηκε για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου της Ελλάδος. Παράγοντες της αγοράς ωστόσο, εκτιμούν ότι με το που θα το επιτρέψουν οι υγειονομικές συνθήκες οι επενδύσεις θα συνεχιστούν αναβαθμίζοντας περαιτέρω το τουριστικό προϊόν της χώρας.
Με την επιστροφή στην κανονικότητα, η οποία εκτιμάται ότι θα επανέλθει τα επόμενα δύο χρόνια, τα δεκάδες ξενοδοχειακά projects που σχεδιάζονταν θα μπουν ξανά σε τροχιά υλοποίησης ενώ η αυξημένη ζήτηση που θα καταγράψουν οι διακοπές στη χώρα μας, όπως δείχνουν οι μέχρι στιγμής μελέτες, θα πυροδοτήσουν νέες επενδύσεις ενισχύοντας την οικονομική δραστηριότητα στο σύνολό της.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την μελέτη τα τελευταία τέσσερα χρόνια προ πανδημίας, δηλαδή από το 2015 μέχρι το 2019, οι ξενοδοχειακές μονάδες της χώρας έφτασαν τις 9.971 από 9.757, με το μεγαλύτερο μέρος των νέων ξενοδοχείων που προστέθηκαν να είναι τεσσάρων και πέντε αστέρων.
Πέρα από τα 214 νέα ξενοδοχεία που προστέθηκαν στο δυναμικό της χώρας, ή μάλλον χάρη σε αυτά, καταγράφηκε και αύξηση δαπανών για προμήθειες κατά 42% στα καταλύματα και 8% στην εστίαση, γεγονός που επισφραγίζει την σημασία του κλάδου για την οικονομική δραστηριότητα της χώρας.
Παράλληλα κάθε ένα από τα προαναφερθέντα έτη επενδύθηκε σταθερά περίπου 1 δισ. σε ανακαινίσεις ξενοδοχείων με το μέσο ύψος της επένδυσης ανακαίνισης να εκτιμάται σύμφωνα με την Grant Thornton στις 100 χιλιάδες ευρώ.
Στα 300 εκατ. ευρώ ανήλθαν οι λοιπές επενδύσεις σε καταλύματα ενώ τα 140 εκατ. ευρώ άγγιξαν τα κονδύλια επενδύσεων στις μονάδες εστίασης.
Οι παραπάνω τιμές υπογραμμίζουν την αξία του κλάδου και σε επίπεδο απασχόλησης στην ευρύτερη οικονομική δραστηριότητα. Αξίζει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με την μελέτη από το μέσο ετήσιο ύψος επένδυσης σε ανακαινίσεις ανά ξενοδοχειακή μονάδα (100 χιλ. ευρώ) στους επιμέρους «συνδεόμενους» κλάδους προκύπτει συνολική οικονομική συνεισφορά 1 δισ. ανά έτος – με το 80% του οικονομικού αυτού οφέλους να αφορά τον κατασκευαστικό κλάδο και τους κλάδους της βιομηχανίας και του εμπορίου (χονδρικό και λιανικό).
Κατ’ επέκταση, ο κλάδος της φιλοξενίας είναι υπεύθυνος για 1 στις 4 πρόσθετες θέσεις εργασίας στην οικονομία ενώ συμβάλλει και στην προώθηση της ισότητας των φύλων στην εργασία, στη μείωση της ανεργίας των νέων και στην δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης για άτομα με χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης. Όπως τονίζει η μελέτη το 46% των εργαζομένων αφορά γυναικεία απασχόληση ενώ το μερίδιο των εργαζομένων νεαρής ηλικίας ξεπερνά κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες το μέσο μερίδιο των λοιπών κλάδων.
Νίκη Παπάζογλου