Ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξης Τσίπρας, περιόδευσε στην αγορά της Καλαμάτας, όπου συζήτησε με καταναλωτές, εργαζόμενους και καταστηματάρχες για την κατάσταση στην αγορά, τις εκρηκτικές διαστάσεις που λαμβάνει η ακρίβεια τόσο στην ενέργεια και τα καύσιμα όσο και σε όλα τα προϊόντα και τη δραματική μείωση του εισοδήματος και της αγοραστικής τους δύναμης.
Στη συνέχεια ο κ. Τσίπρας έκανε την ακόλουθη δήλωση προς τους εκπροσώπους του Τύπου:
«Η ακρίβεια πλέον παίρνει διαστάσεις κοινωνικής κρίσης. Όσο το εισόδημα συρρικνώνεται και τα χρέη αυξάνονται, όσο ο λογαριασμός για την ενέργεια, το ρεύμα, το φυσικό αέριο πολλαπλασιάζεται, όσο ο τζίρος για τους καταστηματάρχες μειώνεται δραματικά, τόσο θα βρισκόμαστε μπροστά σε κίνδυνο να αντιμετωπίσουμε μία κρίση κοινωνική, που θα ξεπεράσει ίσως και τις δύσκολες στιγμές των πρώτων μνημονιακών χρόνων.
Τους τελευταίους οκτώ μήνες η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη στην πραγματικότητα παρατηρεί το φαινόμενο. Όχι μόνο δεν είχε την ικανότητα να προβλέψει τι έρχεται, αλλά παρίστανε τον τροχονόμο των καρτέλ.
Οι υψηλές τιμές ενέργειας σε πολύ μεγάλο βαθμό οφείλονται και στην αισχροκέρδεια των ηλεκτροπαραγωγών εταιρειών, των παρόχων. Περίπου ένα 30% των αυξήσεων μετατρέπονται σε δικά τους κέρδη. Αυτό το άφησε η κυβέρνηση να εξελιχθεί. Ήταν πολιτική της επιλογή να μη συγκρουστεί με συμφέροντα. Και ακόμα και σήμερα συνεχίζει να είναι πολιτική της επιλογή.
Αντί ο κ. Μητσοτάκης θα στέλνει επιστολές στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θέλοντας δήθεν να ρυθμιστεί το πλαίσιο της ευρωπαϊκής και διεθνούς αγοράς, γιατί δεν παίρνει την απόφαση να εφαρμόσει εδώ μέτρα που ρυθμίζουν το πλαίσιο της εγχώριας αγοράς ενέργειας;
Γιατί δεν βάζει πλαφόν, όπως έχουν κάνει κι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στην τιμή της ενέργειας στο τιμολόγιο που παίρνει ο καταναλωτής;
Γιατί δεν προχωράει άμεσα στην μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα στα κατώτατα επίπεδα που προβλέπει η Κομισιόν;
Γιατί δεν προχωράει άμεσα στη μείωση του ΦΠΑ στα είδη πρώτης ανάγκης;
Γιατί δεν προχωράει άμεσα στην αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ, όπως έχουμε προτείνει;
Η απάντηση είναι γιατί δεν έχει έγνοια να στηρίξει την κοινωνία. Μόνο να βρίσκει δικαιολογίες.
Τούτη την ώρα όμως η χώρα δεν χρειάζεται μία κυβέρνηση της δικαιολογίας, χρειάζεται μία κυβέρνηση της ευθύνης.
Της ευθύνης να προστατεύσει την κοινωνία από αυτή την πρωτοφανή κρίση, μέρος της οποίας αποτελεί ευθύνη της κυβέρνησης Μητσοτάκη τους τελευταίους οκτώ μήνες.
Η προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία είναι η μόνη διέξοδος για να αναλάβουμε την ευθύνη να ξαναστήσουμε στα πόδια της την κοινωνία, που κινδυνεύει με μία νέα λεηλασία».
Οι τομεάρχες
Στο μεταξύ με κοινή δήλωση της Έφης Αχτσιόγλου, τομεάρχη Οικονομικών και του Αλέξη Χαρίτση, τομεάρχη Ανάπτυξης και Επενδύσεων της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ–Προοδευτική Συμμαχία σχολίασαν την άνοδο του πληθωρισμού. Όπως ανέφεραν:
“Η νέα εκρηκτική αύξηση του πληθωρισμού στο 7,2% τον Φεβρουάριο, που αποτελεί ρεκόρ 26 ετών, οδηγεί σε συνθήκες οικονομικής ασφυξίας και φτωχοποίησης τα λαϊκά και μεσαία στρώματα, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους αγρότες.
Τις τεράστιες αυξήσεις στα καύσιμα και το ηλεκτρικό ρεύμα ακολουθούν οι πολύ μεγάλες ανατιμήσεις σε τρόφιμα και βασικά είδη ευρείας κατανάλωσης, με αποτέλεσμα το εισόδημα των εργαζομένων και των νοικοκυριών κυριολεκτικά να εξανεμίζεται χωρίς να καλύπτει ούτε στοιχειώδεις ανάγκες.
Η πραγματική επίπτωση στην κοινωνία, μάλιστα, είναι πολλαπλάσια επιβαρυντική σε σχέση με τα νούμερα του πληθωρισμού, γιατί απουσιάζει οποιοδήποτε δίχτυ προστασίας από την κυβέρνηση.
Ο κ. Μητσοτάκης έχει την απόλυτη ευθύνη για την τραγική καθημερινότητα που βιώνουν οι πολίτες. Δεν μπορεί να είναι παρατηρητής και προστάτης των καρτέλ στην αγορά ενέργειας. Δεν μπορεί να τροφοδοτεί με τη στάση και τις επιλογές του την αισχροκέρδεια που φουντώνει καθημερινά σε βάρος της κοινωνίας.
Απαιτούνται δραστικά μέτρα τώρα:
– Πλαφόν στις τιμές ρεύματος και φυσικού αερίου.
– Ρύθμιση της αγοράς ενέργειας, φορολόγηση των υπερκερδών και αναδιανομή τους στην κοινωνία.
– Μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης καυσίμων.
– Αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ.
– Μείωση του ΦΠΑ στα βασικά προϊόντα διατροφής.”