Διευρύνεται το πτωτικό σερί στο ελληνικό χρηματιστήριο με την πρώτη εβδομάδα του Οκτωβρίου να είναι ιδιαίτερα δύσκολη για την αγορά, που είδε δείκτες και μετοχές να χάνουν εξαιρετικά εύκολα στηρίξεις, ενώ ο Γενικός Δείκτης έχασε και το όριο ψυχολογίας των 1.150 μονάδων, κλείνοντας την Παρασκευή στις 1.136,93 μονάδες με απώλειες 1,48%.
Πρόκειται για νέα χαμηλά τεσσεράμισι μηνών, με το Γ.Δ. να επιστρέφει στα επίπεδα που είχε προ των εκλογών της 21ης Μαΐου, ήτοι στις τιμές που είχε την Παρασκευή 19 Μαΐου, όταν είχε κλείσει στις 1.132,34 μονάδες. Σε επίπεδο εβδομάδας ο Γ.Δ. απώλεσε το 5,99% της αξίας του, o FTSE 25 έχασε 5,79%, ο Mid Cap -4,92% και ο τραπεζικός -3,95%.
Μάλιστα, από τα υψηλά 9ετίας που βρέθηκε στα τέλη του Ιουλίου ο Γενικός Δείκτης υποχωρεί κατά 15,51% ενώ ο τραπεζικός δείκτης χάνει 20,54% το ίδιο διάστημα. Έτσι, περιορίστηκε ακόμη περισσότερο η απόδοση από την αρχή του χρόνου, καθώς πλέον ο Γ.Δ. κερδίζει 22,28%, ο FTSE 25 είναι στο +22,73%, ο Mid Cap στο +33,76%, ενώ ο τραπεζικός +37,68%. Και όλα αυτά, όταν στα τέλη Ιουλίου ο Γ.Δ. είχε φτάσει να κερδίζει σχεδόν 45%, ενώ ο τραπεζικός δείκτης βρίσκονταν στο +73%.
Η αγορά είναι κάτι παραπάνω από σαφές ότι διέπεται από κρίση εμπιστοσύνης, καθώς η πτώση ξεφεύγει αρκετά από το πλαίσιο μιας απλής διόρθωσης και πλέον λαμβάνει συστημικό χαρακτήρα, καθώς κάποιες εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος «κούμπωσαν» με την επιδείνωση του διεθνούς κλίματος, οδηγώντας σε ανατροφοδοτούμενη πτώση.
Η αλλαγή «φρουράς» που λαμβάνει χώρα μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από ξένα χαρτοφυλάκια έχει φέρει σημαντικές αναταράξεις, ενώ τον κυριότερο ρόλο, σύμφωνα με αναλυτές, παίζει το κακό timing που επιλέχθηκε για να γίνει η αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από τις τράπεζες.
Παράλληλα, οι ανακοινώσεις αποτελεσμάτων εξαμήνου που σε πολλές περιπτώσεις είναι μειωμένα έναντι των αντίστοιχων περυσινών, έφεραν μια πρώτη αρνητική ανάγνωση των αποτιμήσεων όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί μετά το ράλι. Επίσης, υπάρχουν μεγάλες απαιτήσεις ρευστότητας σε αυτή τη συγκυρία λόγω του placement της Εθνικής (γύρω στο 1 δισ. ευρώ), της εισαγωγής της Optima Bank, αλλά και των αυξήσεων κεφαλαίου (Intralot).
Την ίδια ώρα, οι περιπτώσεις των Epsilon Net και Αλουμύλ έσπειραν το ζιζάνιο της αμφιβολίας στην αγορά και κυρίως σε όλη τη μικρομεσαία κεφαλαιοποίηση, ενώ ακόμη και το γεγονός ότι η Τράπεζα της Ελλάδος δε θα διανείμει μέρισμα για πρώτη φορά μετά από 95 χρόνια, επίσης πληγώνει την ψυχολογία των επενδυτών, καθώς η συγκεκριμένη μετοχή είναι μια κατηγορία μόνη της, λειτουργώντας ως… ομόλογο.
Δεν είναι τυχαίο ότι η μετοχή της Τράπεζας Ελλάδος έκλεισε χθες Παρασκευή για 4η συνεχή συνεδρίαση πτωτικά, χάνοντας 3,55%, ενώ το τελευταίο 4ήμερο είχε πτώση 15,79% πέφτοντας στα 13,60 ευρώ που είναι χαμηλά τριών ετών.
Τα επιτόκια
Εκτός όλων των ανωτέρω, το Χ.Α. πλήττεται από την αύξηση των επιτοκίων που πλέον «σηκώνουν» ρευστότητα από επενδύσεις αυξημένου ρίσκου, όπως είναι οι αναδυόμενες αγορές, στις οποίες ανήκει και η ελληνική. Το δεκαετές γερμανικό «πληρώνει» 3% και το αμερικανικό 5%, οπότε για αγορές όπως η ελληνική, που διέπονται από αστάθεια, αβεβαιότητα και είναι εξαιρετικά ρηχές, αυτό λειτουργεί δομικά, στερώντας τη ροή ρευστότητας που έως τώρα συντηρούσε τις αποτιμήσεις.