Η Σαπφώ Νοταρά ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου.
Το πραγματικό της επίθετο ήταν Χανδάνου. Σπούδασε στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου και στη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου. Το επώνυμο Νοταρά το πήρε από το δρόμο που βρισκόταν η δραματική σχολή στην οποία φοιτούσε.
Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο και συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους ηθοποιούς της εποχής (Κοτοπούλη, Κατερίνα, Νέζερ, Λαμπέτη, Χορν). Εμφανίστηκε και σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες. Αξέχαστη θα μείνει η επιβλητική της φωνή.
Μόλις το 1951, γύρισε την πρώτη της ταινία, τη Λύκαινα. Η δεύτερη ήρθε λίγο μετά και άλλαξε την ιστορία του εγχώριου σινεμά. Ήταν το Κυριακάτικο ξύπνημα του Μιχάλη Κακογιάννη. Αν κοιτάξει κανείς τη ζωή της, διαπιστώνει ότι οι παρέες της ήταν η ελίτ της εποχής. Κακογιάννης, Τσαρούχης, Χατζηδάκις. Από το θέατρο δεν είχε πολλές παρέες. Και δεν ήθελε και πίστευε ότι δεν της φέρθηκαν καλά και αξιοκρατικά.
Η Νοταρά έγινε γνωστή –και αγαπητή– στο κοινό, μετά τα 50 της. Και στην ουσία, αναγέννησε τον εαυτό της, όσον αφορά την καλλιτεχνική της περσόνα. Ναι, αυτή η μπάσα, βροντερή, γκροτέσκ φωνή ήταν δική της εφεύρεση. Και πέτυχε. Στην ουσία ήταν το όπλο στο βιοπορισμό, για μια γυναίκα μόνη και μοναχική που ήθελε να επιβιώσει χωρίς φιλίες, λυκοφιλίες και πισώπλατα μαχαιρώματα. Και ναι, κέρδισε.
Έκλεβε την παράσταση
Έγινε και αγαπητή, ειδικά σε μια περίοδο που κυριαρχούσαν οι λαμπεροί σταρ πρώτης γραμμής. Και επειδή κάτω από την γκροτέσκ περσόνα της, υπήρχε η στόφα της καλής ηθοποιού, δεν ήταν λίγες οι φορές που έκλεβε την παράσταση από τα big names. Ασχέτως ότι από ένα σημείο και μετά και η ίδια αισθανόταν ότι αδίκησε τον εαυτό της.
Η ίδια δεν μίλαγε ποτέ για την προσωπική της ζωή. Μόνο σε πολύ δικούς της ανθρώπους έλεγε για αισθηματικές περιπέτειες του παρελθόντος. Όπως η ιστορία με τον αντάρτη. Ο μεγάλος της έρωτας ισχυριζόταν ότι ήταν αντάρτης. Είχανε μάλιστα αρραβωνιαστεί, μόνο που σκοτώθηκε στον πόλεμο και έκτοτε η ίδια έβγαλε εκτός τον εαυτό της από το ερωτικό παιχνίδι.
Αλλά υπήρχε και άλλη ιστορία. Αυτή τη φορά ήταν ερωτευμένος ένας ζαμπλουτος από την Αίγυπτο που μάλιστα της έταζε ότι θα της άνοιγε θέατρο. Μόνο που εκείνη όχι μόνο δεν τον αγαπούσε, αλλά από ένα σημείο και μετά τον σιχαινόταν. Αιτία ήταν κάποιες δερματικές παθήσεις που είχε στο πρόσωπο και από τις θεραπείες και τις επεμβάσεις που είχε κάνει, είχε μεταμορφωθεί σύμφωνα με την ίδια, σαν τον Φράνκεσταϊν. Τέλος υπάρχει και ο αστικός μύθος ότι ο Γιάννης Τσαρούχης της είχε κάνει πρόταση γάμου. Εκείνη δεν το πήρε στα σοβαρά, αρνήθηκε και έμειναν δυο καλοί φίλοι.
Τι συνέβη με τη Λαμπέτη
«Όταν μπερδεύεις την ομορφιά με το ταλέντο, ούτε την ομορφιά μπορείς να εκτιμήσεις σωστά, ούτε το ταλέντο. Γιατί, μήπως η Σαπφώ Νοταρά δεν έχει πάει χαμένη στην Ελλάδα; Τι ταλέντο, Θεέ μου! Και τι κακιά γυναίκα! Πώς να μην είσαι κακιά όταν δεν σ’ αφήνουν να δουλέψεις, να καλλιεργήσεις το ταλέντο σου και σε κοροϊδεύουν που είσαι άσχημη; Γιατί, πρέπει να ξέρεις, της έχουν φερθεί πολύ άσχημα της Νοταρά».
Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στην Έλλη Λαμπέτη. Οι δυο τους έζησαν δυο πολύ έντονες σεζόν στα τέλη 70s όταν συνεργάστηκαν στην θεατρική Φιλουμένα Μαρτουράνο. Όπως περιγράφει ο Γιώργος Παυριανός: «Τελείωσε η παράσταση, πάω στα καμαρίνια να την συγχαρώ. Ακούγεται από ψηλά η φωνή της Νοταρά: “Σα να είμαι πελαργός με βάλανε εδώ πάνω! Λες και κάτω δεν έχει καμαρίνια! Σπάω τα πόδια μου κάθε μέρα να ανεβαίνω και να κατεβαίνω! ” Τι είχε συμβεί; Ήταν στα μαχαίρια με τη Λαμπέτη και αυτή για να την τιμωρήσει την έβαλε στα πάνω καμαρίνια, που για να πας, πρέπει να ανέβεις από μια στριφογυριστή σκάλα. “Ζαλίζομαι εδώ πάνω! Πνίγομαι!”, ούρλιαζε η Σαπφώ. Η Λαμπέτη έκλεινε τα αυτιά της με τις παλάμες της. “Σκάσε κωλόγρια! Σκάσε σκατόγρια! Σκάσε επιτέλους!” Η Σαπφώ δεν σταμάταγε. “Να πας στο διάολο!’ της φώναζε από κάτω η Λαμπέτη. Όταν τελείωσε η παράσταση, η Νοταρά μπήκε στο καμαρίνι της Λαμπέτη όλο γλύκες και χαμόγελα. “Φεύγω χρυσό μου, πάω να φάω με τον φίλο μου.” “Στο καλό Σαπφούλα μου, στο καλό αγάπη μου!”, της λέει η Λαμπέτη. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν σα να μη συνέβαινε τίποτα.
Πέθανε εντελώς μόνη και αβοήθητη
Πέθανε στις 11 Ιουνίου 1985 μόνη και αβοήθητη, σε διαμέρισμα που εμενε επί της πλατείας Κουμουνδούρου, σημερινής πλατείας Ελευθερίας, στον αριθμό 22, το ενοίκιο του οποίου πλήρωνε κάποιος νέος επιχειρηματίας θαυμαστής της, που έμεινε όμως άγνωστος. Τη βρήκαν δύο ημέρες αργότερα μετά από αναζήτηση από παρακείμενο εστιατόριο που συνήθιζε να πηγαίνει. Η αστυνομία διέρρηξε την πόρτα και τη βρήκε νεκρή στις 13 Ιουνίου του 1985.
Κηδεύτηκε σε στενό κύκλο στο Νεκροταφείο του Ζωγράφου, παρουσία της Αλίκης Γεωργούλη και της Ντίνας Κώνστα. Οι μόνοι της απόγονοι ήταν ανίψια.