Η πρόωρη εμμηνόπαυση σε συνδυασμό με τον υψηλό κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης προβλημάτων σκέψης και μνήμης αργότερα, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό τεύχος του ιατρικού περιοδικού της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας «Neurology».
Καθώς ένα άτομο γερνάει, τα αιμοφόρα αγγεία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στον εγκέφαλο, μπορεί να υποστούν βλάβες από παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, όπως η υψηλή αρτηριακή πίεση, ο διαβήτης και το κάπνισμα. Αυτοί οι παράγοντες κινδύνου αυξάνουν και τον κίνδυνο άνοιας.
Οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο στον Καναδά εξέτασαν κατά πόσο ο χρόνος εμφάνισης της εμμηνόπαυσης μπορεί να παίζει ρόλο σε αυτό τον αυξημένο κίνδυνο και διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες που περνάνε αυτή την ορμονική αλλαγή νωρίτερα στη ζωή τους, πριν από την ηλικία των 49 ετών, και παράλληλα έχουν παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου κινδυνεύουν από μεγαλύτερα γνωστικά προβλήματα σε σύγκριση με άνδρες της ίδιας ηλικίας.
Στη μελέτη συμμετείχαν 8.360 γυναίκες και ισάριθμοι άνδρες από την Καναδική Διαχρονική Μελέτη για τη Γήρανση. Οι γυναίκες συμμετέχουσες είχαν μέση ηλικία εμμηνόπαυσης τα 50 έτη. Όλοι οι συμμετέχοντες είχαν μέση ηλικία 65 ετών κατά την έναρξη της μελέτης και παρακολουθήθηκαν για τρία χρόνια.
Οι γυναίκες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες: εκείνες που βίωσαν πρόωρη εμμηνόπαυση μεταξύ των ηλικιών 35-48 ετών, όσες είχαν εμμηνόπαυση κοντά στο μέσο όρο 49-52 ετών και όσες είχαν μεταγενέστερη εμμηνόπαυση 53-65 ετών. Επίσης, εξέτασαν αν είχαν πάρει ορμονοθεραπεία που περιείχε οιστρογόνα, τους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου (υψηλή LDL χοληστερόλη, διαβήτη, παχυσαρκία, κάπνισμα, υψηλή αρτηριακή πίεση) και το αν είχαν λάβει συνταγές για φάρμακα μείωσης της αρτηριακής πίεσης.
Επιπλέον, οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε μια σειρά δοκιμασιών σκέψης και μνήμης στην αρχή και στο τέλος της μελέτης.
Όπως διαπιστώθηκε, οι συμμετέχουσες με πρώιμη εμμηνόπαυση και υψηλότερο καρδιαγγειακό κίνδυνο είχαν χαμηλότερες γνωστικές βαθμολογίες τρία χρόνια αργότερα σε σύγκριση με τους άνδρες στην ίδια ηλικιακή ομάδα. Αντίθετα, δεν υπήρχε διαφοροποίηση για τις συμμετέχουσες με μέση ή μεταγενέστερη εμμηνόπαυση, ενώ και η ορμονοθεραπεία δεν επηρέασε τα αποτελέσματα.
Ωστόσο, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι χρειάζεται παρακολούθηση των συμμετεχόντων για περισσότερα χρόνια. Επιπλέον, δεν υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με το αν οι συμμετέχουσες είχαν προβεί σε χειρουργική αφαίρεση ωοθηκών και δεν συμπεριλήφθηκαν και όσες ανέφεραν υστερεκτομή, καθώς δεν ήταν διαθέσιμη η ηλικία της επέμβασης.
ΠΗΓΗ:ΑΠΕ-ΜΠΕ