Τη μνήμη του Οσίου Δαβίδ από τη Θεσσαλονίκη τιμά σήμερα, 26 Ιουνίου, η Εκκλησία μας.
Ο Όσιος Δαβίδ καταγόταν από τη βόρεια Μεσοποταμία, που ήταν μεγάλο μοναστικό κέντρο, και γεννήθηκε περί το 450 μ.Χ.
Για λόγους που δεν αναφέρονται ήλθε στη Θεσσαλονίκη μαζί με το μοναχό Αδολά. Κατά το βιογράφο τους ο Όσιος εισήλθε αρχικά στη μονή των Αγίων Μαρτύρων Θεοδώρου και Μερκουρίου, επιλεγομένη Κουκουλλιατών, της οποίας η τοποθεσία προσδιορίζεται «ἐν τῷ ἀρκτικῷ μέρει τῆς πόλεως πλησίον τοῦ τείχους ἐν ᾧ ἐστι τὸ παραπόρτιον τῶν Ἀπροΐτων».
Η ζωή του ήταν μια συνεχής φιλανθρωπία και εργασία για την πίστη του Χρίστου. Όταν ήλθε η κατάλληλη ώρα, ο Δαβίδ μοίρασε τα υπάρχοντα του στους φτωχούς και έγινε αναχωρητής. Για τρία ολόκληρα χρόνια, κατοικούσε επάνω σ’ ένα δένδρο.
Εκεί, με τα λιοπύρια του καλοκαιριού και τις παγωνιές του χειμώνα, δουλαγωγούσε το σώμα του με άσκηση στην εγκράτεια και με προσευχή, απαγγέλλοντας στίχους του προφητάνακτος ομωνύμου του Δαβίδ:
«Ωμοιώθην πελακάνι ερημικώ, εγενήθην ωσεί νυκτικόραξ εν οικοπέδω, ηγρύπνησα καί εγενόμην ως στρουθίον μονάζον επί δώματος» (Ψαλμός ρα’ 7-8).
Έγινα όμοιος με πελεκάνο, που περνά τις μέρες του στην έρημο. Κατάντησα σαν κλαυσοπούλι που κράζει κλαψιάρικα τη νύκτα σε ερειπωμένο σπίτι. Παρέμεινα άυπνος και έγινα σαν στρουθίο που έχασε το σύντροφό του και μένει μόνο στο ύψος της στέγης.
Πράγματι, ο Όσιος Δαβίδ με την αυστηρή άσκηση κατάφερε να υποτάξει σε μεγάλο βαθμό τα πάθη της σάρκας και να γίνει ένας ένσαρκος άγγελος. Γι’ αυτό και οι Θεσσαλονικείς τον έκριναν σαν τον καταλληλότερο για αντιπρόσωπο τους στον Ιουστινιανό, από τον όποιο θα ζητούσαν έπαρχο για την πόλη τους.
Στο γυρισμό, ο Όσιος Δαβίδ παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Ήταν το έτος 540 μ.Χ.