Από την πρώτη ημέρα που άνοιξαν τα ελληνικά ποδοσφαιρικά σύνορα, με τη μεταγραφή του Νίκου Αναστόπουλου στην Αβελίνο στα τέλη της δεκαετίας του΄80, οι “μετανάστες” μας έχουν να διηγηθούν αμέτρητες ιστορίες και σε κάποιες περιπτώσεις, πραγματικά απίθανες!
Για μεταγραφές που αποδείχθηκαν σκάρτες, για εξαπατήσεις από ατζέντηδες, αλλά και για παραμυθένιες περιπτώσεις χάρη στις οποίες κάποιοι συμπατριώτες μας έγιναν πλούσιοι, με την αγωνιστική τους αξία ασφαλώς, ενώ εάν είχαν μείνει εδώ, σε ελληνικές ομάδες δηλαδή, δεν θα είχαν γίνει καν αναγνωρίσιμοι, σε τέτοιο βαθμό τουλάχιστον.
Όλα αυτά τα χρόνια, υπάρχει βέβαια σταθερά για όλους ένα κοινό σημείο αναφοράς, το οποίο επικαλούνται αφού προσαρμοστούν στη νέα τους ομάδα, μετά την πρώτη μετακίνηση εκτός συνόρων. “Δεν γυρίζω στην Ελλάδα, ό,τι κι αν χρειαστεί να κάνω για να μείνω σε ομάδα του εξωτερικού”.
Δεν θυμάμαι κανέναν Έλληνα ποδοσφαιριστή να μου έχει πει ποτέ κάτι διαφορετικό, απαντώντας στην κλασική ερώτηση : “πώς τα περνάς μετά το πρώτο διάστημα;”.
Νομοτελειακά, δεν κατάφεραν όλοι να τηρήσουν αυτή την υπόσχεση, στον εαυτό τους. Διότι περί αυτού επρόκειτο. Προσωπικής υπόσχεσης! Σου το λένε με ένταση, προκειμένου να το “ακούνε” και οι ίδιοι. Τελικά αυτό μικρή σημασία έχει, καθώς κανείς δεν καταφέρνει πάντοτε να επιτυγχάνει τους στόχους που θέτει, ανά περίοδο της ζωής του. Σιωπηλά ωστόσο, το : “Δεν επιστρέφω στην Ελλάδα”, δήλωνε και εξακολουθεί να δηλώνει το ανεπιθύμητο επίπεδο του ποδοσφαίρου μας, που υπογραμμίζεται μπροστά στα μάτια οποιουδήποτε ταξιδέυει, εγκατασταθεί και ανακαλύψει το “φως το αληθινό!”.
Ο Κώστας Τσιμίκας έγινε σε μικρό διάστημα ένας εκ των αγαπημένων νέων παικτών της Λίβερπουλ. Καταρχάς, διότι έδειξε με το “καλημέρα” τον επαγγελματισμό του. Εκτός από την ποδοσφαιρική του ποιότητα, η οποία προφανώς του άνοιξε την πόρτα της μεγάλης ομάδας (εκεί δεν παίζεις με μέσο…), προσαρμόστηκε αμέσως σε όλες τις απαιτήσεις ενός τόσο σπουδαίου club, με τεράστιο μέγεθος και αυτό είναι κάτι που εκτιμήθηκε από όλες τις πλευρές. Ομάδα και κόσμο. Σε συνδυασμό με τα ποιοτικά αγωνιστικά χαρακτηριστικά του, έγινε απαραίτητος στον προπονητή, αγαπημένος της εξέδρας και τραγούδι.
Ο ίδιος ποδοσφαιριστής, μπορούμε όλοι να στοιχηματίσουμε με ευκολία πως, εάν είχε παραμείνει στη χώρα μας, δεν θα προλάβαινε ποτέ να απολαύσει τέτοια διαδρομή, όχι σε αυτή την ηλικία αλλά ακόμη κι αν έπαιζε μέχρι τα 40! Και μιλάμε για παίκτη με τις καλύτερες παραστάσεις, φορώντας τη φανέλα του Ολυμπιακού.
Δεν είναι λίγοι οι παλαίμαχοι που έγραψαν ιστορία με φανέλες ελληνικών ομάδων, οι οποίοι όταν βλέπουν στις μέρες μας ελληνόπουλα να αγωνίζονται σε σοβαρά πρωταθλήματα της Ευρώπης, σε ηλικία που δεν έχουν ακόμη επιβεβαιώσει όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους, κουνάνε το κεφάλι λέγοντας : “Εάν είχα παίξει έξω εγώ…”.
Ο Τσιμίκας όμως παίζει και είναι καλό κάποια στιγμή να σκεφτούν/σκεφτούμε όλοι οι εμπλεκόμενοι με τη μπάλα στην Ελλάδα πως πρέπει κάποτε να έρθει και η δική μας ώρα. Να φτιάξουμε ένα πρωτάθλημα με χαρακτηριστικά ευρωπαϊκά, συνθήκες διεξαγωγής όχι απλά ανθρώπινες αλλά με σύγχρονες και παροχές προς όλους, οι οποίες θα αντιστοιχούν σε αυτά που ο κάθε ένας προσφέρει.
Τα ευκαιριακά οφέλη έχουν απομακρύνει τους περισσότερους “κανονικούς” ανθρώπους από τις εξέδρες των ελληνικών γηπέδων. Εάν συνεννοηθούν όλοι, προκειμένου να βελτιωθεί και να ανέβει θεαματικά το επίπεδο συνολικά, οι οπαδοί, οι φίλαθλοι, ολόκληρες οικογένειες, είτε θα επιστρέψουν, ή και θα πατήσουν το πόδι τους πρώτη φορά. Κερδισμένοι θα είναι όλοι.