Έχουν γίνει πολλά, αλλά υπάρχουν ακόμη αρκετά πράγματα να γίνουν, ώστε η πραγματική οικονομία να αρχίσει δυναμικά να δημιουργεί θέσεις εργασίας, να αποκτήσει ρευστότητα, διατηρήσιμη ανάπτυξη και ευρωστία τόνισε ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, Βασίλης Κορκίδης, στην εκδήλωση-συζήτηση, που πραγματοποίησε η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα στο πλαίσιο της 85ης ΔΕΘ με θέμα: «Ο ρόλος των αναπτυξιακών τραπεζών στην ανάκαμψη της οικονομίας με βιώσιμα κριτήρια».
Η επιχειρηματικότητα, πρόσθεσε, έχει ανάγκη να στηρίζεται σε στέρεες βάσεις και χρειάζεται να προχωρήσει, με αποφασιστικά βήματα, στη δημιουργία φιλικότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, να γίνουν επενδύσεις σε ανταγωνιστικούς τομείς και να διαμορφώσει ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης βασισμένης στο τρίπτυχο ανταγωνιστικότητα, καινοτομία και εξωστρέφεια. Το εν λόγω τρίπτυχο, διατηρείται προτεταγμένο στην πολιτική του Ε.Β.Ε.Π. για τη στήριξη και ανάπτυξη του επιχειρείν στην ευρύτερη περιοχή του μεγάλου λιμανιού της χώρας.
Οι ΜμΕ, και στο νέο οικονομικό μοντέλο που διαμορφώνεται, θα συνεχίσουν να διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς είναι αυτές που, κατ´ εξοχήν, δημιουργούν ανάπτυξη και προσφέρουν τις 2 στις 3 θέσεις εργασίας. Αποτελούν το 99% του συνολικού αριθμού επιχειρήσεων της χώρας μας, συμβάλλουν κατά 85% στην ιδιωτική απασχόληση και στο 70% της ετήσιας προστιθέμενης αξίας, ενώ έχουν τη μεγαλύτερη συνεισφορά στο ΑΕΠ σε σύγκριση με τις 27 χώρες της ΕΕ. Ένα όμως από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ΜμΕ είναι η μειωμένη διαθεσιμότητα τραπεζικής χρηματοδότησης. Οι επιχειρήσεις που έχουν τις μεγαλύτερες ανάγκες ρευστότητας σήμερα, έχουν τη μικρότερη προσβασιμότητα στοτραπεζικό σύστημα, ενώ από τις 820.000 πολύ μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δυστυχώς, μόνο οι 40.000 είναι «bankable», ενώ οι υπόλοιπες κινδυνεύουν να συνθλιβούν από τον συνδυασμό έλλειψης ρευστότητας και υψηλού κόστους χρήματος. Το οικονομικό επιτελείο λέει στις τράπεζες «Δώστε Δάνεια» στους συνεπείς και απευθύνει παραινέσεις για αύξηση της ροής χρηματοδότησης, που το α’ εξάμηνο ανήλθε σε 11,1 δις ευρώ, αλλά με τη μηνιαία καθαρή ροή χρηματοδότησης να είναι αρνητική.
Η χρηματοπιστωτική κρίση της τελευταίας δεκαετίας σαφώς επηρέασε καταλυτικά τη δανειοδοτική ικανότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων, ελαχιστοποιώντας τις δυνατότητες του φθηνού δανεισμού για τις εγχώριες επιχειρήσεις. Σε αυτό συνέβαλαν παράγοντες, όπως η μείωση των διαθέσιμων εισοδημάτων, της αποταμίευσης και της καταθετικής βάσης, καθώς και η αύξηση της έκθεσης των τραπεζών σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Αυτοί οι λόγοι,όμως, δεν συντρέχουν πλέον αφού, κατά δήλωσή τους, οι ισολογισμοί των συστημικών τραπεζών είναι θετικοί, οι καταθέσεις αυξήθηκαν, η έκθεση σε κόκκινα δάνεια οδεύει σε μονοψήφιο ποσοστό και, κυρίως,περιορίστηκαν σχεδόν στο μηδέν τα επιτόκια καταθέσεων.
Η Εθνική Αναπτυξιακή Τράπεζα μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας. Ταυτόχρονα, είναι σημαντική η συνεισφορά της στη χρηματοδότηση «πράσινων» έργων, στην ενίσχυση του εισοδήματος και της απασχόλησης και, εν τέλει, σε μια ποιοτική παραγωγικά και βιώσιμη ανάπτυξη. Ως κύριο σκοπό έχει την υποστήριξη των αναγκαίων μετασχηματισμών του παραγωγικού συστήματος, με στόχο την προώθηση της δίκαιης, βιώσιμης και ολιστικής ανάπτυξης σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.
Σύμφωνα με την πρόεδρο, κα Αθηνά Χατζηπέτρου, η ΕΑΤ έχει ενισχύσει την επιχειρηματικότητα με ρευστότητα άνω των 7,5 δις ευρώ και, μεταξύ άλλων, στοχεύει:
• Στην ανάπτυξη των κατάλληλων χρηματοδοτικών εργαλείων για τη στήριξη των κλάδων αιχμής της ελληνικής οικονομίας σύμφωνα με τις προτεραιότητες της Αναπτυξιακής Στρατηγικής.
• Στην ανάληψη ενεργού και πολυεπίπεδου ρόλου σχετικά με την υποστήριξη των αναπτυξιακών σχεδιασμών του κράτους, των δημόσιων φορέων και οργανισμών και των επιχειρήσεων.
• Στην ενίσχυση ρευστότητας του νέων εταιρικών σχημάτων που θα προκύπτουν από επιχειρήσεις που συγχωνεύονται, αντίστοιχη των δανείων για επιχειρήσεις του κλάδου των οπτικοακουστικών έργων.
Στις σημερινές συνθήκες μειωμένης ρευστότητας και χρηματοδότησης, το εθνικό πλάνο πρέπει να αξιοποιήσει τον μηχανισμό με τα βελτιωμένα εργαλεία των 1,43 δις ευρώτης ΕΑΤ, που έχουν ήδη διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην παροχή χρηματοδότησης. Η κρίση της πανδημίας ενίσχυσε περαιτέρω αυτόν τον ρόλο, καθώς παρέχει ολοκληρωμένη υποστήριξη μέσω των προγραμμάτων εγγύησης και συγχρηματοδότησης. Ο αντίκτυπος των νέων προϊόντων που παρέχει είναι αξιοσημείωτος, καθώς σημειώθηκε αύξηση της πιστωτικής επέκτασης ενώ, από αναφορές της ΤτΕ, προκύπτει ότι σημαντικό μέρος της νέας χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών διοχετεύεται στις επιχειρήσεις μέσω των χρηματοοικονομικών προϊόντων της ΕΑΤ.
Ωστόσο, καθώς οι επιπτώσεις της πανδημίας στην αγορά συνεχίζονται, καθίσταται ολοένα και πιο σαφές ότι η κάλυψη των βραχυπρόθεσμων αναγκών ρευστότητας δεν θα είναι αρκετή για τις ελληνικές εταιρείες, προκειμένου να καταφέρουν να ανταπεξέλθουν στις τρέχουσες και «παγωμένες» υποχρεώσεις τους. Για την πρόεδρο της ΕΑΤ, αυτό σημαίνει ότι τα τρέχοντα προγράμματα συγχρηματοδότησης και εγγύησης πρέπει σταδιακά να συμπληρωθούν, αλλά και να προστεθούν νέα, τα οποία θα είναι πιο αποτελεσματικά στην προστασία και υποστήριξη των ΜμΕ. Απαιτούνται, λοιπόν, περισσότερες προσπάθειες για την ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης των εταιρειών που έχουν πληγεί από την κρίση, αλλά κατά τα άλλα είναι βιώσιμες και, ως εκ τούτου, αποτελούν έναν σημαντικό πυλώνα για τη στήριξη της οικονομικής ανάκαμψης. Απαιτούνται νέα εργαλεία για την αντιμετώπιση των σημαντικότερων προτεραιοτήτων, ενώ ορισμένοι τομείς απαιτούν στοχοθετημένη και πρόσθετη υποστήριξη.
Το Ε.Β.Ε.Π., με την επικείμενη έναρξη χρηματοδοτήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης, κρίνει επιβεβλημένη την παράλληλη και συμπληρωματική λειτουργία των προγραμμάτων εγγυοδοσίας και το συντονισμό ενεργειών. Τα κεφάλαια που παρέχουν ΕΑΤ και EIF πρέπει να χρησιμοποιηθούν για να συμπληρώσουν τη χρηματοδότηση του RRF, έτσι ώστε να αυξηθεί ο θετικός αντίκτυπος. Η χρηματοδότηση μέσω της ΕΑΤ θα μπορούσε να διαδραματίσει, επίσης, μεγάλο ρόλο για εκείνους τους επιχειρηματικούς τομείς που δεν εμπίπτουν στο πεδίο του Ταμείου Ανάκαμψης. Είναι πράγματι ζωτικής σημασίας για την επιχειρηματικότητα, να αναπτυχθεί ένα πλαίσιο στο οποίο θα χρησιμοποιηθούν καλύτερα τα κεφάλαια σε ένα ευρύτερο σύνολο επιχειρηματικών τομέων και οικονομικών δραστηριοτήτων. Ως εκ τούτου, απαιτείται ευρύτερη συνεργασία μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων μερών, επιχειρήσεων, συστημικών τραπεζών και Αναπτυξιακής Τράπεζας, ώστε να μελετηθεί και να προσδιοριστεί ο βέλτιστος τρόπος, χρόνος και κόστος επίτευξης της ρευστότητας, να επιταχυνθεί ο ρυθμός χορηγήσεων και να αυξηθούν τα ποσά έγκρισης δανείων σε βιώσιμες μικρομεσαίες επιχειρήσεις.