Περί λαϊκής Δεξιάς ο λόγος στο άρθρο του υπουργού Επικρατείας Μάκη Βορίδη, στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» -και, όπως ο ίδιος σημειώνει, η κοινοβουλευτική ερώτηση έντεκα βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας έγινε η αφορμή να αναρωτηθούν αρθρογράφοι και δημοσιολογούντες, αν βρισκόμαστε μπροστά στην αναβίωση της «λαϊκής» Δεξιάς.
Στη δική του απάντηση – «θεωρητική συνεισφορά» την χαρακτηρίζει ο ίδιος – ο υπουργός Επικρατείας ξεκινά από το προφανές, ότι, δηλαδή, «μία ενάσκηση ενός βασικού κοινοβουλευτικού δικαιώματος δεν αποτελεί εσωκομματική αντιπολίτευση», ενώ επισημαίνει ότι «οι ίδιοι οι ερωτώντες βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας αρνήθηκαν κατηγορηματικά το ρόλο της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, καθώς και οποιαδήποτε ομαδοποίηση τους με όρους ιδεολογικοπολιτικούς. Το θέμα πολιτικά είναι αυτονοήτως λήξαν, η συζήτηση όμως του ταυτοτικού προσδιορισμού της έννοιας “Δεξιά” έχει γενικότερο και πιο θεωρητικό ενδιαφέρον», αναγνωρίζει.
«Οι επιθετικοί προσδιορισμοί της λέξης “Δεξιά” μπορεί να έχουν ένα ερμηνευτικό ενδιαφέρον, αλλά δημιουργούν σύγχυση ως προς το πολιτικά μείζον δηλαδή ότι η Δεξιά είναι μία, είναι πολιτική παράταξη με ιδεολογικό περιεχόμενο, που ενώ προφανώς μεταβάλλεται στο πέρασμα του χρόνου σε πολιτικό-προγραμματικό επίπεδο, από την άλλη έχει συγκεκριμένο ιδεολογικό, ηθικό, αξιακό περιεχόμενο. ‘Αρα, οι επιθετικοί προσδιορισμοί “εθνική, λαϊκή, κοινωνική, νέα, συντηρητική, φιλελεύθερη” μπορεί να θέλουν να δώσουν ερμηνευτική έμφαση ή και να κατηγοριοποιήσουν, αλλά τελικά η Δεξιά είναι όλα αυτά μαζί και αποτελεί σφάλμα και θεωρητικό και πολιτικό η απόπειρα δημιουργίας διαιρέσεων που υποκρύπτεται στην χρήση τέτοιων επιθετικών προσδιορισμών.
Το “λαϊκή” είναι ταυτοτικό στοιχείο, αυτονοήτως εμπεριεχόμενο στην έννοια της Δεξιάς», γράφει ο Μ. Βορίδης και επιχειρηματολογεί ότι «δύο είναι οι βασικοί αξιακοί άξονες: το Έθνος και η Ελευθερία. Το Έθνος ως συλλογικό υποκείμενο, υπάρχει στο σήμερα, στον τωρινό ιστορικό χρόνο, ως “Λαός”. Όταν υπερασπίζεται κάποιος το Έθνος, υπερασπίζεται το λαό που νοηματικά ταυτίζεται με το έθνος, ως ενεργό δρον υποκείμενο στον παρόντα χρόνο. Ενώ δηλαδή στο Έθνος ανήκουν και οι εκτός του εθνικού κράτους Έλληνες, αλλά και “οι αγέννητοι και οι νεκροί”, δηλαδή το Έθνος είναι ο λαός στην ιστορική του πορεία, δεν μπορεί νοηματικά να υπάρξει Έθνος χωρίς λαό. ‘Αρα η Δεξιά, που συνδέεται αξιακά με την υπεράσπιση του Έθνους, εξ ορισμού, νοηματικά, είναι συνδεδεμένη με την υπεράσπιση του λαού, είναι ταυτοτικά λαϊκή. Ο επιθετικός προσδιορισμός “Λαϊκή” στο Δεξιά, ουδέν προσθέτει αφού δεν υπάρχει “μη λαϊκή Δεξιά”».
Πάντως, συμπληρώνει, «αυτό που ενδεχομένως όμως εννοείται με τον όρο, είναι όχι τόσο η αναφορά στο λαό ως εθνικό σύνολο, ως συλλογικό υποκείμενο, όσο η στήριξη των ασθενέστερων οικονομικά τάξεων, των ασθενέστερων μελών του εθνικού συνόλου. Και αυτό όμως είναι ομοίως ταυτοτικά αυτονόητο: και τούτο διότι η ίδια η ύπαρξη του εθνικού συνόλου προϋποθέτει μία υποκειμενική αντίληψη του ανήκειν στο σύνολο αυτό. Με δυο λόγια, πρέπει κάποιος να θέλει και να αισθάνεται ότι ανήκει στο Ελληνικό Έθνος και ότι δεν είναι απλός πολίτης του Ελληνικού Κράτους. Μία τέτοια αίσθηση του ανήκειν, ενώ προφανώς στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία (γλώσσα, συνείδηση κοινωνικής, ιστορικής πορείας και καταγωγής, πολιτιστικά χαρακτηριστικά) πάντως δεν μπορεί να αναιρείται από την αίσθηση ότι η συλλογική δράση του εθνικού συνόλου, όπως αυτή εκφράζεται από την πολιτική του υπόσταση, δηλαδή από το εθνικό κράτος, οδηγεί σε βαθιές ανισότητες, σε διαιρέσεις, σε συμφέροντα που εξαφανίζουν την έννοια του συλλογικού σκοπού και του ανήκειν και λειτουργεί μόνο προς εξυπηρέτηση μερικών συμφερόντων. Σήμερα το καθήκον εθνικής αλληλεγγύης μπορεί να το λέμε “εταιρική κοινωνική ευθύνη” και διατήρηση της “κοινωνικής συνοχής”, αλλά στην πραγματικότητα μιλάμε για το ίδιο: δηλαδή την βασική αρχή της Δεξιάς ότι δεν αφήνουμε κανέναν δικό μας πίσω, δεν αφήνουμε κανέναν αβοήθητο. Και αυτό γιατί οι πολιτικές αλληλεγγύης είναι σύμφυτες με την υπεράσπιση του Έθνους, αφού χωρίς κοινωνική συνοχή το Έθνος παραπαίει».
Ωστόσο, κατά τον Μ. Βορίδη, «προφανώς και η ζωή δεν είναι τόσο απλή και το ανωτέρω σχήμα δεν είναι αρκετό για να επιλύσει πολιτικά προβλήματα που ανακύπτουν και τα οποία απαιτούν σύνθετες και περίπλοκες σταθμίσεις στα σύγχρονα κράτη: στο παράδειγμα της ερώτησης των συναδέλφων βουλευτών η ανάγκη προστασίας των δανειοληπτών, άρα των πιο αδύναμων μελών της κοινωνίας, πρέπει να σταθμιστεί, ώστε να διασφαλιστεί ότι στο προστατευτικό πλέγμα δεν θα ενταχθούν στρατηγικοί κακοπληρωτές. Πρέπει να σταθμιστεί ο ηθικός κίνδυνος και οι ανακλαστικές επιδράσεις που ελλοχεύουν πάντα σε προστατευτικές ρυθμίσεις, πρέπει τέλος οι ρυθμίσεις να είναι δίκαιες και αποτελεσματικές. Αυτές οι σταθμίσεις δεν αναιρούν τον ταυτοτικό λαϊκό χαρακτήρα της Δεξιάς, αντιθέτως λαμβάνουν υπόψη τους τα συνολικότερα συμφέροντα, το δημόσιο συμφέρον. Γιατί ακριβώς, ενώ η Δεξιά είναι λαϊκή, ταυτόχρονα δεν είναι μονομερώς ταξική. Η κοινωνική πολιτική της Δεξιάς δεν είναι η ταξική μονομέρεια υπέρ του “προλεταριάτου”, αλλά αντιθέτως η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, της ταξικής συνεργασίας, της αρμονικής συνύπαρξης των τάξεων σε όφελος του συνόλου. Αυτή η σύνθετη πολιτική άσκηση είναι που καθιστά διαχρονικά τις πολιτικές αυτές πιο αποτελεσματικές και πιο επωφελείς για το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό πολιτών», υπογραμμίζει.
Εν κατακλείδι, «έχουμε μία επανεμφάνιση της “λαϊκής” Δεξιάς;», διερωτάται και απαντά: «Δεν γίνεται όμως να επανεμφανιστεί κάτι που δεν εξαφανίστηκε ποτέ γιατί αυτό βρίσκεται στον υπαρξιακό πυρήνα της παρατάξεως».