Στα αποτελέσματα του ταξιδιού του στη Μόσχα ενόψει και της επίσκεψης του πρωθυπουργού στη Ρωσία, αναφέρεται μέσα από το άρθρο του στην εφημερίδα «Τα Νέα» με τίτλο «Τι είδα στη Μόσχα», ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης.
Τα 2.959 χιλιόμετρα που χωρίζουν στον χάρτη την Αθήνα με τη Μόσχα δεν αποτέλεσαν ποτέ εμπόδιο στις σχέσεις Ελλάδας – Ρωσίας, τονίζει ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης και εστιάζει στους ιστορικούς, πολιτιστικούς, θρησκευτικούς δεσμούς.
Ωστόσο, προσθέτει, το σύγχρονο πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί στις ελληνορωσικές σχέσεις διέπεται από ένα διαφορετικό πολυεπίπεδο πλαίσιο συνεργασίας: «Πολιτικό, επενδυτικό και, όπως διαπίστωσα πηγαίνοντας στη ρωσική πρωτεύουσα, και μορφωτικό».
Ειδικότερα, επισημαίνει πως ο στόχος επετεύχθη να γυρίσει η ελληνική αποστολή έχοντας στις αποσκευές της μια σειρά συμφωνιών σε τομείς αμοιβαίου ενδιαφέροντος. Και επετεύχθη, όπως επισημαίνει, λίγες ημέρες πριν από την επίσκεψη του πρωθυπουργού στη Ρωσία και τη συνάντηση με τον πρόεδρο Πούτιν στο Σότσι, στις 8 Δεκεμβρίου. Όπως σημειώνει, έπειτα από μήνες εντατικών εργασιών και συντονισμού ελληνικών και ρωσικών υπουργείων, σε ένα ταξίδι γεμάτο συναντήσεις και διαβουλεύσεις, «δείξαμε ότι η Ελλάδα θέλει πραγματικά να προωθήσει τη σύσφιξη των σχέσεών της με τη Ρωσία». Σε αυτό το πλαίσιο, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών αναφέρεται στο Πρωτόκολλο Συνεργασίας που υπέγραψε με τον συμπρόεδρό του υπουργό Μεταφορών της Ρωσικής Ομοσπονδίας Βιτάλι Σαβέλιεφ, υπογραμμίζοντας ότι αποτελεί ένα νέο βήμα στις ελληνορωσικές σχέσεις. Περαιτέρω, επισημαίνει ότι τελειώνοντας τις εργασίες της 13ης Μικτής Διυπουργικής Επιτροπής, «δώσαμε λύσεις σε προβλήματα που εκκρεμούσαν. Ολοκληρώσαμε διαπραγματεύσεις που χρόνιζαν. Εμπλουτίσαμε και άλλο το Συμβατικό Πλαίσιο των διμερών επαφών μας».
Αναδεικνύοντας τη σημασία των σχέσεων με τη Ρωσία, τη χαρακτηρίζει βασικό παράγοντα της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας, με λόγο στα περιφερειακά ζητήματα, στην Ανατολική Μεσόγειο, στο Κυπριακό. «Γι’ αυτό, προσβλέπουμε σε μία λειτουργική και δυναμική σχέση μαζί της» προσδιορίζει, εκφράζοντας ταυτόχρονα προβληματισμό για την επιδείνωση των σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, των οποίων η Ελλάδα είναι μέλος. «Όμως, οι δίαυλοι επικοινωνίας θα πρέπει να μένουν ανοιχτοί, ώστε να οικοδομηθεί μια σχέση βασισμένη στην ειλικρίνεια, την καλή πίστη και τον σεβασμό αρχών του Διεθνούς Δικαίου» καθιστά σαφές.
Εν συνεχεία, χαρακτηρίζει ακρογωνιαίο λίθο της διμερούς συνεργασίας την οικονομία. «Γι΄ αυτό, σε μια περίοδο που η ελληνική οικονομία καλπάζει με ρυθμούς ανάπτυξης 8%, πρέπει να προσελκύσουμε ρωσικές επενδύσεις και να ενδυναμώσουμε τις οικονομικές και εμπορικές μας σχέσεις» προτάσσει. Παράλληλα, σημειώνει ότι τα αντίμετρα της ρωσικής κυβέρνησης έχουν πλήξει δυσανάλογα τις ελληνικές εξαγωγές από το 2014. «Οι Έλληνες επιχειρηματίες που συνάντησα προσωπικά στη Μόσχα, αλλά και πολλοί άλλοι, είναι οι άξιοι πρεσβευτές της ελληνικής επιχειρηματικότητας, που με το δαιμόνιο και τις ικανότητές τους μπορούν να μεγαλώσουν το διμερές εμπόριο και τις επενδύσεις» αναφέρει.
Επίσης, τονίζει στην ανάγκη συνέχισης της απρόσκοπτης παροχής αερίου στη χώρα μας σε ανταγωνιστικές τιμές.
Σε ό,τι αφορά τις αεροπορικές μεταφορές, σημειώνει ότι η Ελλάδα ζητά να επιστρέψουμε στην προ-COVID εποχή με την απελευθέρωση των πτήσεων transit.
Ειδική αναφορά κάνει στον τουρισμό, αναδεικνύοντας ότι μπορούμε να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες στρατηγικής συνεργασίας.
Τέλος, επισημαίνει ότι στο ταξίδι του στη Μόσχα, ανακάλυψε και μια «ελληνική» παροικία, από Ρώσους φοιτητές που σπουδάζουν σε ελληνόγλωσσα τμήματα πανεπιστημίων της Μόσχας. «’Ακουσα νέα παιδιά, που δεν έχουν επισκεφθεί ποτέ τη χώρα μας, τόσες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα να μιλάνε άπταιστα ελληνικά. Χρέος μας λοιπόν είναι να ισχυροποιήσουμε τους μορφωτικούς δεσμούς Ελλάδας – Ρωσίας». «Σας περιμένουμε στην Ελλάδα» τους είπα. Είναι μία πρόσκληση ανοικτή, τόσο στους φιλέλληνες Ρώσους σπουδαστές όσο και στους επενδυτές» αναφέρει καταληκτικά ο αναπληρωτής υπουργός.