Μπορούν οι περισσότεροι από τρία εκατομμύρια συνταξιούχοι και εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα -στενό και ευρύτερο- να προσβλέπουν σε κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης από το νέο έτος όπως ακριβώς ισχύει και με τους έχοντες εισοδήματα από τον ιδιωτικό τομέα;
Τίποτα δεν θα αποκλειστεί κατηγορηματικά από την κυβέρνηση μέσα στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα και αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να κάνει από τώρα κατηγορηματικές δηλώσεις δεδομένου ότι κινούμαστε με πλήρη αβεβαιότητα: ποια θα είναι η κατάσταση της οικονομίας στο τέλος του χρόνου; Ποιες θα είναι οι ασφαλείς προβλέψεις για το 2022; Πόσο «ειδική χρονιά» θα είναι και η επόμενη; Θα χρειαστεί να υπάρξει πρόωρη προσφυγή στις κάλπες μέσα στο 2021 παρά τις κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις του πρωθυπουργού ότι θα εξαντλήσει την 4ετία ή όχι;
Η εισφορά αλληλεγγύης είναι ένας έκτακτος φόρος τον οποίο η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί προεκλογικά ότι θα καταργήσει. Η αρχή έγινε ουσιαστικά με τον ιδιωτικό τομέα. Εισφορά αλληλεγγύης δεν επιβάλλεται από την 1/1/2021 στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα και αναδρομικά από το 2020 για τις αποδοχές από κέρδη επαγγελματικής δραστηριότητας, ενοίκια, μερίσματα κλπ.
Ο πρώτος στόχος του οικονομικού επιτελείου είναι να διασφαλίσει ότι η εισφορά αλληλεγγύης δεν θα επιβληθεί στον ιδιωτικό τομέα ούτε το 2022. Και αυτό, για το οποίο μάλιστα έχει δεσμευτεί ο ίδιος ο πρωθυπουργός, κοστίζει περί τα 800 εκατ. ευρώ. Το να επεκταθεί η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης και στον δημόσιο τομέα αλλά και στους συνταξιούχους, συναντά δύο εμπόδια:
1.Πρώτον το δημοσιονομικό κόστος ανεβαίνει κατά τουλάχιστον 500 εκατ. ευρώ επιπλέον καθώς είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός των συνταξιούχων που πληρώνουν εισφορά αλληλεγγύης (σ.σ επιβάλλεται στους έχοντες ατομικό εισόδημα άνω των 12.000 ευρώ ετησίως). Όσο για τους εργαζόμενους στο δημόσιο, πληρώνουν εισφορά σχεδόν όλοι.
2.Δεύτερον, δεν υπάρχει επαρκής «κάλυψη» από την Ευρώπη για την υιοθέτηση ενός τέτοιου μέτρου. Το 2022, παραμένει μια ειδική χρονιά δεδομένου ότι έχει ανάψει το πράσινο φως από την ΕΕ να μην εφαρμόσουμε δημοσιονομικούς κανόνες που έχουν συμφωνηθεί (σ.σ πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%). Θα είναι δύσκολο για την κυβέρνηση να υποστηρίξει ότι θα θυσιάσει δημοσιονομικό χώρο 500 εκατ. ευρώ (τουλάχιστον) για να ελαφρύνει τις μόνες κοινωνικές ομάδες που δεν έχουν πληγεί από την πανδημία.
Το να συνεχιστεί ο διαχωρισμός ανάμεσα στους εργαζόμενους στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, δεν είναι εύκολο. Η διαφορετική φορολογική μεταχείριση ανθρώπων που έχουν τις ίδιες αποδοχές απλώς έχουν διαφορετικό εργοδότη, είναι αντισυνταγματική και έχει δικαιολογηθεί μέχρι στιγμής ως ένα «έκτακτο μέτρο» λόγω πανδημίας.
Από το 2023 και μετά, ειδικά αν έχει προηγηθεί μια χρονιά αυξημένης ανάπτυξης όπως αναμένεται, το επιχείρημα των έκτακτων συνθηκών δεν θα ευσταθεί. Εκεί λοιπόν θα πρέπει η κυβέρνηση να αποκαταστήσει την ανισορροπία. Προφανώς, δεν θα θελήσει να επιβάλλει ξανά την εισφορά αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα σε μια χρονιά μάλιστα η οποία θα είναι σίγουρα εκλογική.
Συμπέρασμα: αν κάποιος θα ήθελε να ποντάρει στο στοίχημα τι θα γίνει με την εισφορά στο δημόσιο, καλό θα ήταν να επιχειρήσει να προβλέψει πότε θα γίνουν οι εκλογές. Αυτό θα είναι τελικώς το καθοριστικό στοιχείο.