Σε ζώνη υψηλού κινδύνου όσον αφορά στο ύψος των δημοσιονομικών ελλειμμάτων μπαίνει η χώρα τη στιγμή μάλιστα που η αξιωματική αντιπολίτευση -με την παρουσίαση του δικού της οικονομικού προγράμματος- ξαναβάζει στο τραπέζι το θέμα των μέτρων στήριξης.
Η δεδομένη πλέον απόφαση της κυβέρνησης να ανεβάσει τον λογαριασμό των φετινών μέτρων στήριξης στα 14 δις. ευρώ -από χθες έγινε και η πρώτη τροποποίηση του προϋπολογισμού με την προσθήκη επιπλέον 3 δις. ευρώ στο σκέλος των δαπανών- έχει οδηγήσει και σε επανεκτίμηση της πρόβλεψης για το πρωτογενές έλλειμμα το οποίο αναμένεται ότι θα εκτιναχθεί και φέτος στα 13-14 δις. ευρώ δηλαδή πάνω από το 7% του ΑΕΠ. Δηλαδή, μέσα σε δύο χρόνια, έχουν προστεθεί πρωτογενή ελλείμματα περίπου 25 δις ευρώ όταν ο στόχος πριν ξεσπάσει η πανδημία ήταν να παραχθούν πρωτογενή πλεονάσματα άνω των 12-14 δις. ευρώ.
Αυτή η μεγάλη «στροφή» στη δημοσιονομική πολιτική έχει γίνει κατανοητή από τις αγορές λόγω των επιπτώσεων που προκάλεσε η πανδημία. Ωστόσο, από εδώ και στο εξής -και καθώς η πανδημία θα υποχωρεί- οι αγορές θα γίνουν ποιο επικριτικές στις επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές.
Το να παραμείνουν ανοικτές για την Ελλάδα οι αγορές και το κόστος δανεισμού χαμηλό, είναι ζωτικής σημασίας. Κάτι που σημαίνει ότι η «απαίτηση» για σταδιακή δημοσιονομική προσαρμογή όσων αγοράζουν τους ελληνικούς τίτλους, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη στο πλαίσιο κατάρτισης και του μεσοπρόθεσμου σχεδίου που αναμένεται να δοθεί τις επόμενες ημέρες στη δημοσιότητα αλλά και του προϋπολογισμού του 2022.
Παρά το γεγονός ότι ακόμη και στο εσωτερικό της κυβέρνησης υπάρχουν υποστηρικτές της άποψης ότι θα πρέπει και το 2022 να καταγραφούν πρωτογενή ελλείμματα προκειμένου να στηριχτεί η αγορά, το ζητούμενο θα είναι το 2022 να κλείσει ο διετής κύκλος των πρωτογενών ελλειμμάτων και ο προϋπολογισμός να ισοσκελιστεί. Ώστε από το 2023, να επιστρέψουμε σε πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 2% του ΑΕΠ κάτι που εξακολουθεί να αποτελεί μεταμνημονιακή δέσμευση της χώρας άσχετα αν «πάγωσε» λόγω πανδημίας.
Συμπέρασμα: Βρισκόμαστε ενόψει μιας τεράστιας δημοσιονομικής προσαρμογής που θα πρέπει να μετατρέψει ένα πρωτογενές έλλειμμα άνω του 7% σε μηδενικό αποτέλεσμα. Μια δημοσιονομική προσαρμογή της τάξεως των 14 δις. ευρώ περίπου. Και το ζητούμενο είναι, αυτή η προσαρμογή να γίνει χωρίς φορολογικά μέτρα -αντίθετα με παράταση του μέτρου των χαμηλών συντελεστών υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών αλλά και το πάγωμα της εισφοράς αλληλεγγύης- αλλά με έσοδα που θα προέλθουν από την ανάκαμψη της οικονομίας και την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.