Aμετάβλητα άφησε όπως άλλωστε αναμενόταν, τα επιτόκια της η Ευρωπαιική Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), προβλέποντας επιβράδυνση της ανάπτυξης, τόσο για φέτος, όσο και για το 2024.
Ετσι, το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης, καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων διατηρούνται στο 4,50%, 4,75% και 4,00% αντιστοίχως.
Η Κριστίν Λαγκάρντ παρόλο που «ψαλίδισε» τις προβλέψεις για την ανάπτυξη δεν έδωσε κάποιο στίγμα για το πότε η ΕΚΤ θα αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια της .
Σημειώνεται ότι μέχρι την σημερινή συνεδρίαση του Δ.Σ της ΕΚΤ οι προθεσμιακές αγορές τιμολογούσαν μία μείωση των επιτοκίων κατά 1,5% εντός του 2024
Η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ διαβεβαίωσε στη διάρκεια της συνέντευξης τύπου ότι η Κεντρική Τράπεζα είναι αποφασισμένη να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει έγκαιρα στο μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.
«Με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή μας, θεωρούμε ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ βρίσκονται σε επίπεδα που, διατηρούμενα για αρκετά μεγάλη διάρκεια, θα συμβάλουν ουσιαστικά σε αυτόν τον στόχο. Οι μελλοντικές μας αποφάσεις θα διασφαλίσουν ότι τα επιτόκια πολιτικής μας θα καθορίζονται σε επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για όσο διάστημα είναι απαραίτητο» ανέφερε η ίδια.
Πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων (ΑΡΡ) και της πανδημίας (ΡΕΡΡ)
Το χαρτοφυλάκιο ομολόγων του APP μειώνεται με σταθερό και προκαθορισμένο ρυθμό, καθώς το Ευρωσύστημα δεν επανεπενδύει πλέον τις πληρωμές κεφαλαίου από τίτλους που λήγουν.
Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει πλήρως τα ποσά που προκύπτουν από τίτλους λήξεως που αγοράστηκαν στο πλαίσιο του PEPP κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024. Κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους, σκοπεύει να μειώσει το χαρτοφυλάκιο PEPP κατά 7,5 δισεκατομμύρια ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο. Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να διακόψει τις επανεπενδύσεις στο πλαίσιο του PEPP στα τέλη του 2024.
Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να εφαρμόζει ευελιξία στην επανεπένδυση των εξαγορών που θα προκύψουν στο χαρτοφυλάκιο PEPP, με σκοπό την αντιμετώπιση των κινδύνων για τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής που σχετίζονται με την πανδημία.
Aναφερόμενη στην κατάσταση που επικρατεί στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η Κριστίν Λαγκάρντ υπογράμμισε ότι οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ έχουν επιδείξει την ανθεκτικότητά τους. Έχουν υψηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και έχουν γίνει σημαντικά πιο κερδοφόρες τον περασμένο χρόνο. Ωστόσο, οι προοπτικές χρηματοπιστωτικής σταθερότητας παραμένουν εύθραυστες στο τρέχον περιβάλλον των αυστηρότερων συνθηκών χρηματοδότησης, της αδύναμης ανάπτυξης και των γεωπολιτικών εντάσεων. Ειδικότερα, η κατάσταση θα μπορούσε να επιδεινωθεί εάν το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών αυξανόταν περισσότερο από το αναμενόμενο και εάν περισσότεροι δανειολήπτες δυσκολευόντουσαν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους