Τις 1.300 προσεγγίζουν οι ψηφιακές υπηρεσίες που προσφέρονται στους πολίτες σήμερα μέσω της ενιαίας ψηφιακής πύλης δημόσιας διοίκησης “gov.gr” και ο στόχος του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης είναι όχι απλώς να προστίθενται διαρκώς νέες υπηρεσίες, αλλά να είναι εύκολα προσβάσιμες από όλους του πολίτες, ακόμη κι από εκείνους που δε διαθέτουν ψηφιακές δεξιότητες. «Ο πολιτικοκεντρικός σχεδιασμός των υπηρεσιών είναι στον πυρήνα της ψηφιακής στρατηγικής του κράτους», τόνισε ο υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Κυριάκος Πιερρακάκης μιλώντας στην εναρκτήρια των παράλληλων εκδηλώσεων που διοργανώνει το υπουργείο, στο πλαίσιο της συμμετοχής του στη 85η ΔΕΘ, στο περίπτερο 12.
Στην εκδήλωση με θέμα «Ψηφιακές δεξιότητες για την ενδυνάμωση των πολιτών» με τον κ. Πιερρακάκη συνομίλησαν ο εκτελεστικός διευθυντής του CEDEFOP, Γιούργκεν Ζίμπελ και ο σύμβουλος επιχειρήσεων της McKinsey, Χριστόφορος Αναγνωστόπουλος.
Ο κ. Πιερρακάκης εξήγησε πως η ψηφιακή πολιτική διαρθρώνεται σε τέσσερα επίπεδα και συγκεκριμένα «το ένα είναι οι ψηφιακές υπηρεσίες, το δεύτερο οι τηλεπικοινωνίες, το τρίτο η ψηφιακή οικονομία – πώς μπορεί κανείς να ενεργοποιήσει τις ψηφιακές δυνατότητες των επιχειρήσεων και το τέταρτο οι ψηφιακές δεξιότητες».
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Deloitte που επικαλέστηκε ο υπουργός «κατά τη διάρκεια της πανδημίας η Ελλάδα κατάφερε να “κουνήσει τη βελόνα” και να πιάσει τον μέσο όρο των άλλων ευρωπαϊκών χωρών στις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες», όμως «έχουμε εκκρεμότητες στους άλλους τομείς», καθώς «στις τηλεπικοινωνίες απαιτούνται επενδύσεις υποδομών, θέλει λίγο περισσότερο χρόνο», αλλά «στις δεξιότητες και στην ψηφιακή οικονομία μπορούν να γίνουν πάρα πολλά πράγματα, τα οποία βρίσκονται στον πυρήνα του σχεδιασμού μας».
«Το reskilling, το να μπορεί κανείς να αποκτά διαρκώς νέες δεξιότητες είναι στον πυρήνα μίας μεγάλης αλλαγής η οποία συντελείται ευρύτερα στο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο», είπε ο υπουργός, εξηγώντας πως μέσα από τις τεχνολογικές εξελίξεις, την κινητικότητα της οικονομίας και την αύξηση του προσδόκιμου βίου εκ των πραγμάτων έχει ξεπεραστεί το μοντέλο που είχε δομηθεί γύρω από τρεις φάσεις ζωής -της εκπαίδευσης, της εργασίας και της σύνταξης- και «πρέπει να εστιάσουμε πια στο πώς θα μπορεί να αποκτά κανείς δεξιότητες στη ζωή του, να ξέρει πώς να μαθαίνει καινούρια πράγματα διαρκώς».
Σε ό,τι αφορά τις ψηφιακές υπηρεσίες ο κ. Πιερρακάκης τόνισε ότι θα δοθεί έμφαση ώστε «να πάμε σε όλο τον πληθυσμό, να δώσουμε δεξιότητες σε αυτούς που τις έχουν ανάγκη».
Το παράδοξο που αναδεικνύουν οι έρευνες της Eurostat, ότι η πλειοψηφία των πολιτών στην Ευρώπη αναγνωρίζουν τόσο το έλλειμμα όσο την αναγκαιότητα εμπλουτισμού των ψηφιακών τους δεξιοτήτων, αλλά δεν αξιοποιούν τις ευκαιρίες που τους προσφέρονται για επιμόρφωση ανέδειξε στην παρέμβασή του ο κ. Ζίμπελ. Ως θετικό στοιχείο χαρακτήρισε το εύρημα πως μόλις 1% του πληθυσμού στην Ευρώπη δε διαθέτει καθόλου ψηφιακές δεξιότητες. Στο 29% είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος που αντιστοιχεί στους πολίτες που διαθέτουν χαμηλό επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων, ποσοστό που για την Ελλάδα είναι χαμηλότερο, στο 24%. «Όμως πραγματικά αυτό το ποσοστό είναι μεγάλο πρόβλημα, καθώς καθιστά τους ανθρώπους αυτούς μη δυνάμενους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας», είπε ο κ. Ζίμπελ.
Η ψηφιοποίηση εξασφαλίζει στις επιχειρήσεις μείωση κόστους, αύξηση της κερδοφορίας και συνολικά καλύτερη και αποδοτικότερη διαχείριση, σύμφωνα με τον κ. Αναγνωστόπουλο, ο οποίος αναφέρθηκε στη ανάγκη για συνεργασία των επιχειρήσεων με νεοφυείς και άλλες επιχειρήσεις που ειδικεύονται στο reskilling, λαμβάνοντας υπόψη και ότι η αυξανόμενη χρήση υπολογιστικής δύναμης (αναγνώριση φωνής, αυτόματη μετάφραση, οδήγηση κλπ) θα καταστήσει στο άμεσο μέλλον εφικτή την αυτοματοποίηση δραστηριοτήτων σε ολοένα και περισσότερους επαγγελματικούς κλάδους και άρα σε μεγάλο βαθμό θα αντικατασταθούν λειτουργίες σε πολλά επαγγέλματα, λειτουργίες που έχουν το χαρακτηριστικό της επαναληψιμότητας.
ΠΗΓΗ:ΑΠΕ-ΜΠΕ