Σε μείωση του βασικού της επιτοκίου κατά 0,25% όπως αναμενόταν, προχώρησε σήμερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) με αποτέλεσμα το επιτόκιο καταθέσεων (βασικό επιτόκιο) να διαμορφωθεί στο 3,5%, μετά την επί τα χείρω αναθεώρηση των προβλέψεων της για την ανάπτυξη της ευρωζώνης και τη θετική εξέλιξη του πληθωρισμού.
Σχολιάζοντας τη σημερινή απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ η επικεφαλής της, Κριστίν Λαγκάρντ, υπογράμμισε ότι η ΕΚΤ είναι αποφασισμένη να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει εγκαίρως στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Στο πλαίσιο αυτό η ΕΚΤ θα διατηρήσει τα επιτόκια πολιτικής επαρκώς περιοριστικά για όσο χρονικό διάστημα είναι απαραίτητο για την επίτευξη αυτού του στόχου.
«Θα συνεχίσουμε να ακολουθούμε μια προσέγγιση που εξαρτάται από τα δεδομένα και από συνεδρίαση σε συνεδρίαση για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου και της διάρκειας του περιορισμού. Ειδικότερα, οι αποφάσεις μας για τα επιτόκια θα βασίζονται στην εκτίμησή μας για τις προοπτικές του πληθωρισμού υπό το πρίσμα των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών δεδομένων, της δυναμικής του υποκείμενου πληθωρισμού και της ισχύος της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Δεν δεσμευόμαστε εκ των προτέρων σε μια συγκεκριμένη πορεία επιτοκίων.
Σε κάθε περίπτωση, είμαστε έτοιμοι να προσαρμόσουμε όλα τα μέσα που διαθέτουμε στο πλαίσιο της εντολής μας για να διασφαλίσουμε ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στον μεσοπρόθεσμο στόχο μας και να διατηρήσουμε την ομαλή λειτουργία της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η επικεφαλής της ΕΚΤ κράτησε κλειστά τα χαρτιά της για τις επόμενες κινήσεις στο μέτωπο των επιτοκίων στην επομένη συνεδρίαση του Δ.Σ τον Οκτώβριο, κατά την οποία θα κληθεί να λάβει τη σχετική απόφαση. Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι δεν υπάρχει καμία δέσμευση εκ των πρότερων για μείωση των επιτοκίων ούτε και συγκεκριμένος οδικός χάρτης για την αποκλιμάκωση τους.
Ερωτηθείσα για την Έκθεση του προκατόχου της Μάριο Ντράγκι, ανέφερε ότι η ευθύνη για τις διαρθρωτικές αλλαγές που προτείνονται σε αυτήν ανήκει στις εθνικές κυβερνήσεις, προσθέτοντας ωστόσο ότι θα πρέπει να ληφθούν μέτρα προκειμένου να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα και η παραγωγικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας.