Ο Ζαννίνο, κατά κόσμον Γιάννης Παπαδόπουλος, ήταν Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που διακρίθηκε σε δεύτερους ρόλους, αλλά και με συμμετοχές σε διεθνείς παραγωγές.
Ήταν Σεπτέμβριος του 1978 όταν ο κινηματογραφικός πλανήτης υποκλίθηκε στον μετρ της 7ης Τέχνης Άλαν Πάρκερ για το αριστούργημα ”το εξπρές του μεσονυχτίου”.
Η εμβληματική ταινία είναι βασισμένη σε αληθινά γεγονότα που συνέβησαν το 1970 στην Τουρκία. Πρωταγωνιστής της ταινίας ο Μπραντ Ντέιβιντ σε μία ερμηνεία που έμεινε στην ιστορία, ενώ ρόλους είχαν και δύο Έλληνες ηθοποιοί. Ο Μιχάλης Γιαννάτος (με άπταιστα Τουρκικά) ως δεσμοφύλακας και ο Ζανίνος Ζανίνου ως αρχηγός της Αστυνομίας.
Από την Πόλη στη… Δραπετσώνα
Γεννημένος στον Γαλατά της Κωνσταντινούπολης το 1923, πολύ γρήγορα βρέθηκε με την οικογένειά του στην Δραπετσώνα και από το τριώροφο πατρικό σπίτι τους στην Πόλη, αναγκάστηκαν να στριμωχτούν, όπως και πολλοί άλλοι πρόσφυγες, σε δυο πλινθόκτιστα δωματιάκια.
Όμως ο πατέρας του, Θεόφιλος Παπαδόπουλος, δεν άντεξε και πολύ να ζει έτσι. Πρώην ιδιοκτήτης μπιραρίας, τουλουμπατζής (δηλαδή άμισθος πυροσβέστης, όπως έκαναν οι βαρύμαγκες της εποχής για να αποδείξουν την ανδρεία τους) και με κάμποσα «πάρε-δώσε» -μέσω των πελατών του- σε λαθρεμπόριο καπνού και όχι μόνο, σύντομα άλλαξε επίπεδο και φυσικά ζωή.
“Τι Γιάννης και κουραφέξαλα”
Οι αρχές της δεκαετίας του 1940 και ο πόλεμος, βρίσκουν τον νεαρό Παπαδόπουλο ακόμα χορευτή στα μπαλέτα. Ένα βράδυ, ο θίασος του θα πραγματοποιούσε εμφάνιση στη διάσημη «Μάντρα του Αττίκ». Ο Αττίκ σκόπευε να παρουσιάσει τον νεαρό χορευτή στο κοινό και ρώτησε το όνομά του. Το «Γιάννης» όμως δεν του άρεσε, καθώς το θεώρησε πολύ κοινότυπο και συνηθισμένο για καλλιτέχνη.
Τη στιγμή εκείνη, η διευθύντρια του μπαλέτου, Σοφία Ραμαζώφ αναφώνησε «Νίνο, φόρα τις άσπρες μπότες!» και ο Αττίκ απόρησε με την προσφώνηση. Έγινε φανερό πως το παρατσούκλι του Παπαδόπουλου στο μπουλούκι ήταν Νίνο και του το είχε δώσει η Ραμαζώφ. Ο Αττίκ αποκρίθηκε: «Τότε τι Γιάννης και κουραφέξαλα; Γιάννης δηλαδή Ζαν. Ζαν και Νίνο ίσον Ζαννίνο. Έτσι θα σε αναγγείλω, Ζαννίνο»
Έτσι, ο Αττίκ έγινε ο καλλιτεχνικός νονός του Παπαδόπουλου. Το όνομα Ζαννίνο έμεινε για πάντα. Από τότε, δεν ξαναχρησιμοποίησε το πραγματικό του όνομα που ξεχάστηκε. Το ψευδώνυμο Ζαννίνο χρησιμοποίησε αργότερα και η σύζυγος και η κόρη του. Με αυτό το όνομα έμελλε να μείνει γνωστός στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Ο χορευτής Ζαννίνο, σύντομα έγινε γνωστός στο χώρο της ηθοποιίας.
Όταν έσωσε τη γυναίκα του από τον υπόκοσμο
Μεταπολεμικά, κατά τη στρατιωτική του θητεία, ενώ βρισκόταν σε άδεια, ο Ζαννίνο γνώρισε την αγαπημένη του, τη νεαρή ηθοποιό Τζένη, κατά κόσμον Ζαφειρία Σφουντούρη.
Συναντήθηκαν πρώτη φορά σε ένα υπόγειο στέκι καλλιτεχνών, στην Ομόνοια. Ο Ζαννίνο γοητεύτηκε αμέσως από την παρουσία της Τζένης. Από τις συζητήσεις τους, έμαθε ότι ήταν δευτεροετής φοιτήτρια σε θεατρική σχολή ενώ φιλοξενούνταν σε φιλικό σπίτι στο Φάληρο. Την επόμενη ημέρα, ρώτησε έναν συνάδελφό του για περισσότερες πληροφορίες για την κοπέλα.
Οι έρευνες του Ζαννίνο έφεραν στο φως δυσάρεστες πληροφορίες. Η κοπέλα είχε πέσει στα δίχτυα ενός επιχειρηματία που την εξαπατούσε. Η ίδια πίστευε πως θα ξεκινήσει να εργάζεται σαν ηθοποιός ενώ εκείνος την προόριζε για κονσομασιόν σε μαγαζιά της νύχτας. Ο Ζαννίνο θύμωσε πολύ και αποφάσισε να σώσει την κοπέλα από τον υπόκοσμο.
Τη μετέφερε σε δικό του φιλικό σπίτι, την απομάκρυνε από τον επιχειρηματία ενώ την έθεσε υπό την προστασία του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι δύο νέοι άρχισαν να δένονται και σύντομα έγιναν ζευγάρι. Απέκτησαν μια κόρη, τη Σόφι, η οποία επίσης ασχολήθηκε με την υποκριτική και υιοθέτησε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του πατέρα της.
Άφησε την τελευταία του πνοή στις 27 Μαΐου 1995, σε ηλικία 71 ετών. Την ίδια χρονιά πέθανε και η σύζυγός του. Ούτε ο θάνατος κατάφερε να τους χωρίσει…