Το «αποτύπωμα» του ΕΣΕΚ στην εθνική οικονομία μεταφράζεται σε 2,5% ετησίως στο ΑΕΠ καθ’ όλη την διάρκεια της ενεργειακής μετάβασης (2025-2050) με βάση το νέο ΕΣΕΚ παρουσίασε η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ στην έδρα της ΤτΕ παρουσία του διοικητή της Γιάννη Στουρνάρα αλλά κάτου καθηγητή Π. Κάπρου οπως και εκπροσώπων παραγωγικών κλάδων.
Ο υπουργός Θ. Σκυλακάκης και η υφυπουργός Αλ. Σδούκου περιεγραψαν ως στόχο το 2030 να μειωθούν κατά 58% οι εκπομπές αέριων ρύπων, κατά 80% το 2040 και να μηδενιστούν το 2050.
Πιο συγκεξριμεπνα, κ. Σκυλακάκης, κατά την παρουσίαση του νέου ΕΣΕΚ, ανέφερε ότι το ΕΣΕΚ στην πραγματικότητα είναι ένα εθνικό σχέδιο προσαρμογής στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται. Παρόλο που ο ίδιος έχει την πολιτική ευθύνη για θέματα όπως τα δάση και η λειψυδρία, το ΕΣΕΚ δεν καλύπτει πλήρως τις προσαρμογές στην κλιματική αλλαγή. Αυτή είναι μια αδυναμία της ευρωπαϊκής πολιτικής, καθώς κυριάρχησε η άποψη ότι θα προλάβουμε την κλιματική κρίση πριν αυτή εξελιχθεί. Ωστόσο, όπως τόνισε, η κλιματική κρίση είναι ήδη εδώ με τεράστιες δημοσιονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Οι τυφώνες και οι πλημμύρες που παρατηρούμε καταδεικνύουν ότι έχουμε ήδη εισέλθει σε μια εποχή κλιματικής κρίσης, η οποία θα διαρκέσει για τα επόμενα 30 με 40 χρόνια.
Δεν γνωρίζουμε την ένταση του νέου κλίματος και το ΕΣΕΚ δεν καλύπτει την προσαρμογή σε αυτό, αλλά άλλες δράσεις προσπαθούν να γεφυρώσουν το χάσμα αυτό. Στην Ευρώπη, δεν υπάρχει σοβαρό σχέδιο για τις δημοσιονομικές επιπτώσεις και τις προσαρμογές που απαιτούνται για την αντιμετώπιση του νέου κλίματος, με αποτέλεσμα να προσπαθούμε να περιορίσουμε τις ζημιές που θα αφήσει πίσω της η κρίση.
Το νέο ΕΣΕΚ όπως είπε, διακρίνεται για τον ρεαλισμό του, καθώς λαμβάνει υπόψη τρία βασικά στοιχεία. Πρώτον, η Ελλάδα έχει ήδη καλύψει τον στόχο της για τη διείσδυση των ΑΠΕ και έχει καταφέρει να μειώσει τις εκπομπές ρύπων. Δεύτερον, η οικονομική και δημοσιονομική επιβάρυνση που δημιουργεί η κλιματική κρίση απαιτεί η μετάβαση να είναι οικονομικά αποδοτική και εξαιρετικά αποτελεσματική. Τρίτον, τα σχέδια πρέπει να είναι ρεαλιστικά και να λαμβάνουν υπόψη τις αντιδράσεις των ανθρώπων, ενώ καλύπτουν όλους τους τομείς της οικονομίας.
Ως παράδειγμα ανέφερε ότι η ηλεκτροκίνηση προχωρά πιο αργά από το αναμενόμενο, ενώ η κλιματική κρίση αλλάζει τις ανάγκες των νοικοκυριών όσον αφορά την κατανάλωση ενέργειας – πλέον θα χρειαζόμαστε λιγότερη θέρμανση και περισσότερη ψύξη. Αυτές οι παράμετροι λαμβάνονται υπόψη στο νέο σχέδιο, το οποίο έχει στόχο να καθοδηγεί, χωρίς όμως να είναι απόλυτο, και να κοιτάζει μπροστά.
Η ενεργειακή μετάβαση, πέρα από την περιβαλλοντική της διάσταση, έχει και μια ισχυρή οικονομική πτυχή. Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να αποκτήσει ενεργειακή ανεξαρτησία. Η χώρα μας υπήρξε εξαρτημένη από εισαγόμενα καύσιμα για τις ενεργειακές της ανάγκες, με τα νησιά να εξαρτώνται πάντα από το εισαγόμενο πετρέλαιο. Το ΕΣΕΚ οδηγεί την Ελλάδα προς την ενεργειακή ανεξαρτησία, αλλάζοντας το βαθύ οικονομικό υπόβαθρο της χώρας και δημιουργώντας νέες οικονομικές και βιομηχανικές ευκαιρίες. Η ενεργειακή ανεξαρτησία θα συμβάλει επίσης στη βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου της χώρας, δημιουργώντας τη βάση για μια ισχυρή οικονομία, εφόσον αντιμετωπιστεί και το δημογραφικό πρόβλημα.
Ωστόσο, το σχέδιο αυτό απαιτεί τεράστιες επενδύσεις, οι οποίες υπερβαίνουν τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας. Οι επενδύσεις αυτές πρέπει να είναι όλες υψηλής απόδοσης, καθώς δεν υπάρχει χώρος για επιδοτήσεις. Η επιτυχία θα έρθει μέσα από αποτελεσματικές επενδύσεις και όχι επιδοτήσεις. Παράλληλα, η αποφυγή μεγάλων λαθών είναι κρίσιμη, καθώς στο παρελθόν έγιναν σφάλματα, όπως η δημιουργία υπερμεγέθων εργοστασίων, τα οποία τώρα πρέπει να κλείσουν.
Κλείνοντας, ο κ. Σκυλακάκης εξέφρασε την αισιοδοξία του για το μέλλον, σημειώνοντας ότι η αισιοδοξία στην πολιτική είναι ηθικό καθήκον. Με τα σωστά βήματα και διορθώνοντας τα λάθη του παρελθόντος, η Ελλάδα, μέσα από τη διείσδυση των ΑΠΕ, μπορεί να ανέβει σε ένα νέο οικονομικό επίπεδο. Το μεγάλο όραμα για κλιματική προσαρμογή και εθνική ενεργειακή ανεξαρτησία μπορεί να γίνει πραγματικότητα.
Παράλληλα , σύμφωνα με εκτιμήσεις μελέτης που πραγματοποίησε η Mckinsey και ανέφερε η Υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Αλεξάνδρα Σδούκου, το «αποτύπωμα» του ΕΣΕΚ στην εθνική οικονομία μεταφράζεται σε 2,5% ετησίως στο ΑΕΠ καθ’ όλη την διάρκεια της ενεργειακής μετάβασης (2025-2050) ή διαφορετικά 6 δισεκατομμύρια ευρώ προστιθέμενη αξία σε ετήσια βάση. Επιπρόσθετα, η υλοποίηση του ΕΣΕΚ θα δημιουργήσει 210 χιλιάδες θέσεις εργασίες σε ετήσια βάση, ήτοι το 5% σε σχέση με το σύνολο του εργατικού δυναμικού σήμερα.
Σύμφωνα με την υφυπουργό Αλεξάνδρα Σδούκου για την επίτευξη των στόχων του αναθερωρημένου ΕΣΕΚ απαιτούνται επενδύσεις έως τοεπικαλούμενη σχετική μελέτη της McKinsey που αξιοποίησε το υπουργείου ΠΕΝ για τον οικονομικό αντίκτυπο του σχεδίου.
Σύμφωνα με την ίδια η συνεισφορά στην ακαθάριστη αξία ανέρχεται στα 6 δισ. ευρώ ετησίως έως το 2050, στο ΑΕΠ η συμβολή θα είναι 2,5% ετησίως, ενώ κάθε χρόνο δημιουργούνται 210.000 διατηρήσιμες θέσεις εργασίας. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός πως με τις επενδύσεις για τη διείσδυση των ΑΠΕ, τον εξηλεκτρισμό των δραστηριοτήτων και τις νέες τεχνολογίες αλλά και την εξοικονόμηση ενέργειας το μέσο ενεργειακό κόστος στο ρεύμα υποχωρεί από τα 145 ευρώ ανά Μεγαβατώρα στα 95 ευρώ ανά Μεγαβατώρα το 2050.
Ο Γιάννης Στουρνάρας
Στις προκλήσεις χρηνατοδοτησγς στάθηκε ο διοικητής της ΤτΕ
«Στην Τράπεζα της Ελλάδος ασχολούμαστε συστηματικά τα τελευταία 15 χρόνια με τα θέματα του κλίματος και της βιωσιμότητας. Από το 2009, με τη δημιουργία της Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ), συμβάλλουμε μέσω της έρευνας στο κρίσιμο ζήτημα της αλλαγής του κλίματος. Οι μελέτες μας έχουν δείξει πως το κόστος της κλιματικής αλλαγής προβλέπεται να βαίνει αυξανόμενο, όσο δεν λαμβάνονται μέτρα για να μετριαστεί το φαινόμενο. Μάλιστα, η Τράπεζα της Ελλάδος, στο πλαίσιο και της συμμετοχής της στο οκταετές έργο LIFE-IPAdaptInGR (2019-2026) ξεκίνησε τον περασμένο Δεκέμβριο να δημοσιοποιεί νέα αποτελέσματα μελετών με επικαιροποιημένες προβλέψεις για τις κλιματικές μεταβολές των επόμενων δεκαετιών, τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε ευάλωτους τομείς οικονομικής δραστηριότητας και την εκτίμηση τρωτότητας της ελληνικής οικονομίας στην κλιματική αλλαγή» τόνισε και είπε:
«Βεβαίως, η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης αφορά πρωτίστως τις πολιτικές ηγεσίες των κρατών. Όμως οι κεντρικές τράπεζες έχουν ήδη αναλάβει ενεργό ρόλο στα θέματα του κλίματος και της βιωσιμότητας, πάντα εντός των ορίων της εντολής τους. Πιο ειδικά, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εφαρμόζει ένα ολοκληρωμένο και φιλόδοξο σχέδιο δράσης για την περαιτέρω ενσωμάτωση κλιματικών παραμέτρων στη στρατηγική της και τη συστηματικότερη συνεκτίμηση των ζητημάτων βιωσιμότητας στις δράσεις της»