Συναντώνται σήμερα Δευτέρα 19 Ιουνίου, με συμμετοχή και του υπηρεσιακού υπουργού Παντελή Κάπρου, ο υπουργοί ενέργειας των 27 κρατών μελών της ΕΕ στο Λουξεμβούργο, με στόχο να βάλουν σε νέα “ρότα” την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Συγκεκριμένα, μέσα από νέους κανόνες της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας εξετάζεται το πώς αφενός θα διασφαλιστεί επέκταση της ενέργειας χαμηλών εκπομπών άνθρακα, αλλά και ταυτόχρονα θα αποφευχθεί η αποφυγή επανάληψης της ενεργειακής κρίσης του περασμένου έτους, όταν το φυσικό αέριο έφτασε σε ύψη ρεκόρ, φέρνοντας αντιμέτωπους τους καταναλωτές με υπέρογκους λογαριασμούς ενέργειας.
Στο πλαίσιο αυτό έχει κατατεθεί πρόταση από τη Σουηδία για παράταση των επιδοτήσεων για εργοστάσια άνθρακα, που πάντως έχει φέρει μια σχετική αντίδραση καθώς αντίκειται στα σχέδια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία είχε “φουλάρει” μηχανές προς ένα σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας με καθαρότερες πηγές ενέργειας.
Συγκεκριμένα, η πρόταση της Σουηδίας, η οποία κατέχει την εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη θα μπορούν να παρατείνουν τον μηχανισμό δυναμικότητας για σταθμούς παραγωγής ενέργειας από άνθρακα. Οι μηχανισμοί δυναμικότητας είναι επιδοτήσεις που καταβάλλονται στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας για να διασφαλιστεί ότι αρκετή ικανότητα παραγωγής διατηρείται σε κατάσταση αναμονής για την αποφυγή διακοπής ρεύματος. Μάλιστα, σύμφωνα με διεθνή ΜΜΕ, η Πολωνία δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι η ιδέα είχε την υποστήριξη της πλειοψηφίας.
Ωστόσο, διπλωμάτες της ΕΕ δήλωσαν ότι ορισμένες κυβερνήσεις είχαν απωθήσει την πρόταση λόγω περιβαλλοντικών ανησυχιών, διακινδυνεύοντας μια συμφωνία για τις συνολικές μεταρρυθμίσεις στην εξουσία.
«Πιστεύουμε ότι πρόκειται για έναν πιθανό παράγοντα παραβίασης των συμφωνιών», δήλωσε ένας διπλωμάτης της ΕΕ.
Ταυτόχρονα στο τραπέζι είναι και πρόταση που θέτει νέες υποστηριζόμενες από το κράτος ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και πυρηνικούς σταθμούς χαμηλών εκπομπών άνθρακα στις λεγόμενες «συμβάσεις για τη διαφορά» όπου το κράτος εγγυάται ένα ελάχιστο εισόδημα στους επενδυτές. Αυτό, γίνεται, για να αποφευχθούν “κραδασμοί” τις τιμές αλλά και να ενισχυθεί μια πιο “πράσινη” παραγωγή ενέργειας.
Παράλληλα, επί τάπητος είναι και ιδέες για το πώς θα δαπανηθουν τυχόν έσοδα που προκύπτουν από αυτά τα προγράμματα επιδοτήσεων. Στο φόντο αυτό, αναμένεται η Ελλάδα και η Ισπανία να καταθέσουν πρόταση ώστε ο μηχανισμός ανάκτησης των υπερεσόδων από την χονδρική αγορά που εφαρμόστηκε, από την Ελλάδα αλλά και με παραλλαγές από άλλα κράτη μέλη, να συνεχίσει να λειτουργεί. Πιο συγκεκριμένα, η πρόταση προβλέπει ο συγκεκριμένος μηχανισμός “ανάκτησης” υπερεσόδων να ενταχθεί στην νέα αριχτεκτονική της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και να ενεργοποιείται κάθε φορά που θα εμφανίζεται μια κρίση τιμών.
Την πρόταση υποστηρίζουν και άλλες χώρες, με τις οποίες γίνονται επαφές, προκειμένου η υποβολή της να συγκεντρώσει την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη στήριξη.
Εφυσυχασμός;
Στο μεταξύ, παρά την πληρότητα άνω του 60% στις ευρωπαικές αποθήκες και τις συνεχιζόμενες ροές LNG στα ευρωπαϊκά λιμάνια, πολλοί αναλυτές αλλά και πολιτικοί παράγοντες στην ΕΕ δεν “κοιμούνται” ήσυχα. Άλλωστε το τελευταίο ανοδικό σερί του φυσικού αερίου από τα 25 περίπου ευρώ/MWh στα 32 ευρώ/MWh που φαίνεται να βάζει “φρένο” και στην πτώση των τιμών λιανικής για τον Ιούλιο, δεν αφήνει περιθώρια για εφησυχασμο. Βέβαια, η επίσημη θέση των Βρυξελλών είναι ότι η ενεργειακή κρίση πέρασε, ότι τον προσεχή χειμώνα δεν συντρέχει κανείς λόγος ανησυχίας και πώς δεν πρόκειται να ξαναδούμε υψηλές τιμές.
Στην πρόσφατη έκθεση που είδε το φως της δημοσιότητας, η Κομισιόν δεν έχει εντάξει ένα σενάριο για διαχείριση τυχόν κρίσης, καθώς φαίνεται και πάλι να κυριαρχεί η πέρυσι αντίληψη του Βορρά, ότι οι αρνητικές επιπτώσεις από τα μέτρα ενεργειακής στήριξης ήταν μεγαλύτερες από τα οφέλη, παραγνωρίζοντας ότι χωρίς αυτά, ο ευρωπαϊκός Νότος, (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία), θα είχε αντιμετωπίσει τεράστια προβλήματα.
Συγκεκριμένα Κομισιόν εκφράζει την πεποίθηση ότι «δεν είναι πιθανό να δούμε τον ερχόμενο χειμώνα υψηλές τιμές όπως εκείνες του 2022». Και προσθέτει ότι οι τιμές ηλεκτρισμού μειώθηκαν δραστικά, βρίσκονται κατά μέσο όρο κάτω από τα 80 ευρώ / MWh, ενώ οι τιμές του φυσικού αερίου όχι μόνο μειώθηκαν αλλά και έχουν σταθεροποιηθεί σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα (23-25 ευρώ/ MWh). τώρα βέβαια, όπως αναφέρθηκε, έχουν φτάσει στα 32 ευρω.