Δεκαπέντε χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου στο πηδάλιο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος εξελέγη από το σώμα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος ως Προκαθήμενός της στις 7 Φεβρουαρίου του 2008.
«Αθόρυβη και ουσιαστική», χαρακτηρίζουν Ιεράρχες την αρχιεπισκοπία Ιερωνύμου τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Διαχειρίστηκε πολλές και μεγάλες κρίσεις που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η Εκκλησία της Ελλάδος και κατάφερε να τις φέρει εις πέρας με πολύ θετικά αποτελέσματα. Ανανέωσε την Ιεραρχία με την εκλογή περίπου 50 νέων μητροπολιτών και αποκατέστησε τις σχέσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στο οποίο η Εκκλησία της Ελλάδος στέκεται αρωγός και συμπαραστάτης.
Λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Μακαριώτατος και η Εκκλησία της Ελλάδος κλήθηκαν να σηκώσουν το βάρος διαχείρισης της ανθρωπιστικής κρίσης που ήρθε ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Σε μια πρωτοφανή και συντονισμένη προσπάθεια που ξεκίνησε η Εκκλησία μέσα από το πρόγραμμα «Όλοι μαζί μπορούμε», που αποτέλεσε τη βάση για την πρώτη μεγάλη μάχη στην καταπολέμηση της κρίσης, χιλιάδες οικογένειες σε όλη τη χώρα στηρίχθηκαν μέσα από οργανωμένα συσσίτια και γεύματα αγάπης και ένα δίκτυο κοινωνικών φαρμακείων και παντοπωλείων που δημιούργησε η Εκκλησία και λειτουργεί μέχρι σήμερα.
Κατάφερε να δημιουργήσει μηχανισμό ανθρωπιστικής υποστήριξης που λειτουργεί άριστα, ενώ ιδιωτικοί και δημόσιοι φορείς συνεργάστηκαν μαζί του. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ανέπτυξε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ένα δίκτυο ιδρυμάτων που ευεργετεί ετησίως χιλιάδες ανθρώπους. Πρότυπα κέντρα για παιδιά με ειδικές ανάγκες, βρεφονηπιακοί σταθμοί, κέντρα δημιουργικής απασχόλησης στην Αθήνα, κέντρα ηλικιωμένων, σύγχρονες κατασκηνώσεις ευρωπαϊκού επιπέδου στον Αυλώνα Αττικής, ένα πρότυπο Κέντρο Αντιμετώπισης Ασθενών με Αλτσχάιμερ, στο Χαλάνδρι, και ένα πρότυπο κέντρο Γεροντολογίας, στο Δήλεσι Αττικής. Ταυτόχρονα, δημιούργησε για πρώτη φορά στην Εκκλησία το Κέντρο Επιμόρφωσης Κληρικών, μια «σχολή για ιερείς» όπου μέχρι σήμερα χιλιάδες κληρικοί των πόλεων ή από τις ακριτικές περιοχές μέχρι την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα, διδάσκονται διά ζώσης και on line από εξειδικευμένους καθηγητές πανεπιστημίων και ειδικούς στον τομέα τους πληροφορική, σύγχρονη ποιμαντική και πώς να διαχειρίζονται σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα (ανθρώπινα δικαιώματα, άλλες θρησκείες, καταπίεση μειονοτήτων κ.λπ.).
Στον τομέα του Πολιτισμού, ο Αρχιεπίσκοπος δημιούργησε το Πρότυπο Κέντρο Πολιτισμού στο Ρουφ, τη Βιβλιοθήκη της Αρχιεπισκοπής στο κέντρο της Αθήνας και τη Βιβλιοθήκη που φέρει το όνομά του στα Οινόφυτα Βοιωτίας. Με πρωτοβουλία του δημιουργήθηκε, επίσης, Σχολή Βυζαντινής και Παραδοσιακής Μουσικής για να διδάσκεται η μουσική μας παράδοση στις επόμενες γενιές. Στον καιρό της οικονομικής κρίσης, η Αρχιεπισκοπή Αθηνών με την υπόδειξη του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου δημιούργησε το Κοινωνικό Φροντιστήριο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, όπου κάθε χρόνο φοιτούν μέχρι σήμερα εντελώς δωρεάν εκατοντάδες μαθητές γυμνασίων και λυκείων που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα για υποστηρικτική διδασκαλία. Ενίσχυσε, επιπρόσθετα, το Κέντρο Στήριξης Οικογένειας της Αρχιεπισκοπής που έχει αναλάβει εξαιρετικά προγράμματα και δράσεις στήριξης ευπαθών οικογενειών, άγαμων μητέρων κ.ά. Την περίοδο της πανδημίας η επίσημη Εκκλησία συνεργάστηκε άψογα με την Πολιτεία και αντιμετώπισαν από κοινού την πολεμική που αναπτύχθηκε ενάντια στην επιστήμη. Με νηφάλιο τρόπο κατάφερε να διαχειριστεί την πρωτόγνωρη κατάσταση και να κρατήσει τους πιστούς μέσα στα σπίτια τους μέχρι να περάσει η πρωτοφανής υγειονομική κρίση.
Σε συνεργασία με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και την υπουργό Παιδείας Νίκη Κεραμέως ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος νομιμοποίησε τις θέσεις χιλιάδων κληρικών που μισθοδοτούνταν ήδη από το Δημόσιο, όμως βρίσκονταν στον «αέρα», χωρίς να είναι κατοχυρωμένες οι οργανικές τους θέσεις, δίνοντας έτσι, ύστερα από 70 χρόνια, τέλος στην ανασφάλεια των ιερέων.
Εξάλλου, ο Αρχιεπίσκοπος τα τελευταία χρόνια έχει αναλάβει, σε συνεργασία με την Πολιτεία, να βάλει σε τάξη τα οικονομικά της Εκκλησίας, να κατοχυρώσει την εναπομείνασα εκκλησιαστική περιουσία, με σκοπό την περαιτέρω αξιοποίησή της προς όφελος του ελληνικού λαού, καθώς από τα έσοδα από τα μεγάλα επενδυτικά έργα (Σχιστός, Βουλιαγμένη κ.λπ.) θα ενισχυθούν οι φιλανθρωπικές και κοινωνικές δράσεις της Εκκλησίας.