Σε υψηλούς τόνους είναι η αντίδραση της ενεργοβόρου βιομηχανίας για την απόφαση της ΔΕΔΑ, μετά και τη σχετική έγκριση της ΡΑΑΕΥ, για αύξηση από 31% έως και 46% στα τέλη χρήσης του δικτύου φυσικού αερίου στις περιοχές της Θεσσαλονίκης και της Θεσσαλίας από το 2024.
Η κίνηση αυτή της ΔΕΔΑ, που σημειωτέον έχει απορροφήσει τις δύο άλλες θυγατρικές της ΔΕΠΑ Υποδομών (ΕΔΑ ΘΕΣΣ και ΕΔΑ Αττικής) στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης της εταιρείας που υλοποιεί ο νέος μέτοχος δηλαδή η Ιtalgas, μετά την εξαγορά της, εντάσσεται στο πλαίσιο της σταδιακής μετάβασης σε ενιαίο τιμολόγιο από την εταιρεία διαχείρισης του δικτύου.
Ειδικότερα, με βάση την απόφαση της ΡΑΑΕΥ, για την περιοχή της Θεσσαλονίκης αυξάνεται κατά 31% ο συντελεστής δυναμικότητας και κατά 56% ο συντελεστής ενέργειας ενώ για την Θεσσαλία ο συντελεστής δυναμικότητας αυξάνεται κατά 64% και ο συντελεστής ενέργειας κατά 61%.
Να σημειωθεί, βέβαια, ότι η ΡΑΑΕΥ δεν έκανε πλήρως αποδεκτό το αίτημα της ΔΕΔΑ για ενιαίο τιμολόγιο και σταδιακή μετάβαση σε ενιαίες χρεώσεις. Πάντως η αναπροσαρμογή των τιμολογίων έφερε σημαντικά μικρότερες μειώσεις στα τέλη δικτύου σε Αττική (-6% συντελεστής δυναμικότητας και -37% συντελεστής ενέργειας), Στερεά Ελλάδα (-7% και -5% αντίστοιχα) και μεγαλύτερες στην Πελοπόννησο (-45% και -20%), περιοχή όμως που δεν συγκεντρώνει μεγάλο αριθμό βιομηχανικών επιχειρήσεων.
Κι αυτό γιατί η αναπροσαρμογή των τιμολογίων στηρίχθηκε στον συμψηφισμό της υπερανάκτησης εσόδων της ΕΔΑ ΘΕΣΣ με τις υποανακτήσεις προηγούμενων περιόδων του δικτύου της ΔΕΔΑ (προ συγχωνεύσεως).
Στο φόντο αυτό με επιστολή της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ) προς την ΡΑΑΕΥ ζητεί την επανεξέτασή της, επισημαίνοντας ότι στις περιοχές Θεσσαλίας και Θεσσαλονίκης βρίσκονται εγκατεστημένες οι μεγάλες χαλυβουργίες της χώρας, η παραγωγή των οποίων έχει συρρικνωθεί σημαντικά το τελευταίο έτος.
Όπως αναφέρεται στην επιστολή, η οποία αποστέλλεται στον αντιπρόεδρο της ΡΑΑΕΥ αρμόδιο για θέματα ενέργειας Δημήτρη Φούρλαρη και στον γενικό γραμματέα Ενέργειας Αριστοτέλη Αιβαλιώτη, «η απόφαση της Αρχής στην ουσία υιοθετεί αβίαστα την πρόταση του Διαχειριστή για σταδιακή εφαρμογή ενιαίου τιμολογίου διανομής φυσικού αερίου σε όλες τις περιοχές, ανατρέποντας το σημερινό καθεστώς που ισχύει εδώ και πλέον των δέκα ετών και επιβαρύνοντας χωρίς δεύτερη σκέψη ευαίσθητους βιομηχανικούς κλάδους, όπως οι χαλυβουργίες».
Σύμφωνα με την ΕΒΙΚΕΝ «η λογική του ενιαίου τιμολογίου αποτελεί το πρόσχημα της αύξησης των εσόδων του Διαχειριστή που προχωρά σε κάποιες περιοχές, καθυστερημένα και σκόπιμα, σε λάθος επενδυτικά σχέδια, ενάντια στην εθνική και ευρωπαϊκή πολιτική για την πράσινη μετάβαση».
Ταυτόχρονα η ΔΕΔΑ αρνείται να εφαρμόσει εδώ και τρία έτη την απόφαση της ΡΑΑΕΥ για επιστροφή στις επιλέξιμες βιομηχανίες των ποσών για αντιστάθμιση της παράνομής επιβολής των 4 ευρώ/MWh ως τέλος διανομής στην περίοδο Αυγ 2015- Νοε 2016.
Σημειώνεται ότι πρόκειται για τη δέυτερη επιστολή της ΕΒΙΚΕΝ σε ό,τι αφορά τα τέλη χρήσης δικτύου, καθώς και τον περασμένο Δεκέμβριο εξέπεμπε σήμα κινδύνου για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας
Πρόκειται για τη δεύτερη επιστολή της ΕΒΙΚΕΝ προς τη ΡΑΑΕΥ, με την πρώτη τον περασμένο Δεκέμβριο ενόψει της συζήτησης από την ολομέλεια της Αρχής, τόσο της αύξησης του WAAC που διεκδίκησε και πήρε η ΔΕΔΑ, όσο και της πρότασης του Διαχειριστή για την υιοθέτηση ενιαίων τιμολογίων σε όλη την Ελλάδα.
Η ΕΒΙΚΕΝ στην επιστολή της, την οποία και υπενθυμίζει, σημείωνε ότι τα τέλη χρήσης δικτύου για τις βιομηχανίες στις περιοχές Θεσσαλίας και Θεσσαλονίκης, ήταν έως και 5 φορές χαμηλότερα σε σχέση με τα τέλη που πλήρωναν οι βιομηχανίες των υπολοίπων περιοχών της χώρας και ότι αυτό «δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία για αύξηση των τελών, αλλά αντιθέτως υποδηλώνει τη δυνατότητα να μειωθούν τα ήδη πολύ υψηλά τέλη για τις βιομηχανίες και στις υπόλοιπες περιοχές».