«Πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τον κορονοϊό και πώς θα προστατευόμαστε. Αυτές είναι οι δυο μαγικές λέξεις. Θα έχουμε μια συνύπαρξη», τόνισε η λοιμωξιολόγος και καθηγήτρια Παθολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ελένη Γιαμαρέλλου.
«Ενώ προχθές ήταν 3.000 τα κρούσματα, χθες ήταν 5.500 – 6.000, αλλά σιγά-σιγά μειώνονται οι θάνατοι και οι διασωληνωμένοι κάτι που είναι πάρα πολύ σημαντικό. Και έχουμε και μια αύξηση των επαναμολύνσεων η οποία κυμαίνεται από 3% έως 5%-6%. Όμως δεν έχουμε τελειώσει με την πανδημία. Είναι λάθος αυτή τη στιγμή να πει ο κόσμος, “πάει, τελειώσαμε”. Μπαίνουμε σε μια νέα φάση και έχουμε πλεονεκτήματα και αυτό μας δίνει το δικαίωμα ο καθένας να μπορεί να προστατευθεί», επισήμανε στο Πρώτο Πρόγραμμα.
«Δηλαδή το 76% έχει κάνει και τις δυο δόσεις του εμβολίου. Περίπου 6 εκατομμύρια έχουν κάνει και την τρίτη δόση και θα παρακαλούσα πάρα πολύ να κάνουν και την τρίτη δόση όσους έχουν καθυστερήσει μετά τη δεύτερη. Πολύς κόσμος νομίζει ότι η τρίτη δόση γίνεται μετά από 6 μήνες. Γίνεται 3, το πολύ 4 μήνες μετά. Αυτή θα τους εξασφαλίσει από την σοβαρή νόσο», εξήγησε. Η ίδια πρόσθεσε ότι «έχουμε φάρμακα τα οποία τα παίρνει κάποιος από το στόμα μόλις αισθανθεί τα πρώτα συμπτώματα, τις πρώτες 5 ημέρες, σε συνεννόηση με τον γιατρό του και με αποτελεσματικότητα που ξεπερνάει το 90%».
Ειδικά για τα αντιϊκά φάρμακα, διευκρίνισε ότι οι ασθενείς πρέπει να έχουν μια ηλικία που τους κατατάσσεις στις ευπαθείς ομάδες άνω των 60, να έχουν υποκείμενα νοσήματα, να έχουν κάποιο σύμπτωμα. «Κρίνει ο γιατρός τι θα κάνει και από εκεί και πέρα μπορεί κανείς να απευθυνθεί και σε νοσοκομείο. Η παραγγελία γίνεται άμεσα και την άλλη μέρα ο ασθενής έχει το φάρμακο γιατί για να είναι αποτελεσματικό πρέπει να χορηγηθεί τις πρώτες 5 ημέρες από τότε που νόσησε. Εμποδίζουν τον ασθενή να μπει στη σοβαρή φάση του ιού», υπογράμμισε.
Αναφορικά με την τέταρτη δόση, τόνισε ότι για να προστατεύσει από σοβαρή νόσο, πρέπει να περάσουν 8-10 ημέρες. «Η τέταρτη δόση προφυλάσσει από τη σοβαρή νόσο. Έχουμε δεδομένα για την Όμικρον που μεταδίδεται τόσο γρήγορα, αν κανείς δεν είναι εμβολιασμένος, δεν έχει νοσήσει και άρα δεν έχει αντισώματα, τότε μπορεί να εξελιχθεί πάρα πολύ γρήγορα σε σοβαρή νόσηση με αναπνευστική ανεπάρκεια, να βρεθεί διασωληνωμένος στη ΜΕΘ», δήλωσε.
«Επομένως πλεονεκτήματα είναι ο εμβολιασμός και τα φάρμακα. Ξέρουμε ότι έχει νοσήσει περίπου 3,5 εκατομμύρια Έλληνες που έχουν κάποια ανοσία για 3-4 μήνες και έρχεται και το καλοκαίρι, όπου με τη ζέστη ο ιός δεν μεταδίδεται γρήγορα. Όταν η ελάχιστη θερμοκρασία ξεπεράσει τους 18 βαθμούς, μειώνεται ακόμη περισσότερο η μετάδοση του ιού», ανέφερε.
Ερωτηθείσα για το γεγονός ότι ανάμεσα σε αυτούς που μπαίνουν σε ΜΕΘ υπάρχουν και εμβολιασμένοι, η κυρία Γιαμαρέλλου είπε ότι το 85% είναι μεγάλης ηλικίας άνω των 80 ετών, αλλά υπάρχουν και ανεμβολίαστοι και ανοσοκατασταλμένοι. «Αλλά ακόμη και αν έχουν εμβολιαστεί, στη μεγάλη ηλικία μπορεί κανείς να εμφανίζει ένα είδος ανοσοπαράλυσης, δεν ανταποκρίνεται με τον ίδιο τρόπο που ανταποκρίνονται τα νεότερα άτομα. Για αυτό λέμε ότι δεν καταργούμε τα μέτρα προστασίας, καταργείται η υποχρεωτική τήρηση, δηλαδή η μάσκα. Θα δούμε τι θα αποφασίσει η επιτροπή για τον Ιούνιο. Αλλά ειδικά άτομα μεγάλης ηλικίας, ανοσοκατασταλμένοι, άτομα που δεν μπόρεσαν να εμβολιαστούν, άτομα με αναπνευστικές καρδιακές ανεπάρκειες, στους κλειστούς χώρους και όπου υπάρχει συγχρωτισμός χρειάζεται να φορούν μάσκα», πρόσθεσε η κ. Γιαμαρέλλου.